Του Γιάννη Παπαθανασιού
Ένα χειμώνα με καλοσύνη κι έναν ορίζοντα μελί και γλύκισμα της ψαροσύνης, βρέθηκα στο αλιευτικό καταφύγι με τον καπετάν Σταμάτη να σενιάρει τα τελευταία στο γρι - γρί, πριν ξεκινήσει για το ταξίδι τ’ αποψινό.
Του Γιάννη Παπαθανασίου
Πίσω ξανά στο χωριό την παράλλη τη μέρα αναζητώντας τις στο μουράγιο και στη μπούκα την αγαπημένη μου. Tη μπούκα της καρδιάς μου, την πιο περατζάνικια.
Του Γιάννη Παπαθανασίου
Ένα απομεσήμερο με αέρα σκιαθίτικο ξεγυρισμένο, κατέβηκα στο λιμάνι η ώρα έντεκα περασμένη για μπανιστήρι και σουλάτσο. Τα γριγριά που συνέχιζαν ακόμα να δουλεύουνε, ήτανε μετρημένα στα δάχτυλα του μισού χεριού κι εξαφανισμένα.
Του Γιάννη Παπαθανασίου
Το λοιπόν για δόλωμα και το εξεπιτούτου πάστωμά της εκείνη την συγκεκριμένη εποχή, δεν ήταν τυχαίο, μιας και μπορούσαν να την δολώνουν ολόφρεσκη αν έπρεπε, βρίσκοντάς την σε καθημερινή βάση και μάλιστα για πέταμα, χωρίς να έχουν υποχρέωση σε κανέναν και βασικά χωρίς να δίνουν χρήματα. Δώσε βάση στην πενιά και κάτσε σκέψου.
Του Γιάννη Παπαθανασίου
Είχα παλουκωθεί εκεί ψηλά στον κυματοθραύστη του αλιευτικού, με τα πλείστα κατρακύλια απ’ την έξω πάντα, ψηλότερα απ’ τα καλάμια, και χάζευα χαμηλά τα φώσφορα στους κορφιάτες τους πούστεκαν ακούνητα πάνω στο κατάμαυρο νερό που σάλευε ρυθμικά σε κάθε πισωγύρισμα του αντιμάμαλου