Πολλάγγιστρα - Mεγάλα κορωνάτα στη Φρίσσα - Πάμε γιαλό;

Του Γιάννη Παπαθανασίου

Πολλάγγιστρα - Mεγάλα κορωνάτα στη Φρίσσα - Πάμε γιαλό;

Ένα απομεσήμερο με αέρα σκιαθίτικο ξεγυρισμένο, κατέβηκα στο λιμάνι η ώρα έντεκα περασμένη για μπανιστήρι και σουλάτσο. Τα γριγριά που συνέχιζαν ακόμα να δουλεύουνε, ήτανε μετρημένα στα δάχτυλα του μισού χεριού κι εξαφανισμένα.

Ένα Πευκιώτικο μοναχά απ’ τη μια μεριά κι ένας Γιαλτρινός απ’ την άλληνα.

Ανεμότραντες δε, κουλούρες και τουνάδικα, βολόδερναν στα μερτικά τους και στα κρύα τα πρώιμα. Ένα καΐκι ακόμα δικό μας ήτανε δεμένο στο κεφαλόσκαλο πέρα στο φανάρι όπως – όπως και βασανιζότουσαν με το δίχτυ.

Γαύρος μαμούνι τόχε στολισμένο πέρα ως πέρα και φρισσάκι.

Είδα τη λάτζα να φορτώνει σαβούρα για πέταμα κι έβαλα μια φωνή απ’ απέναντι νάρθει κοντά για κανά δόλωμα. Πρόσχαρο το αραπάκι, κατάκοπο και φασκιωμένο ακόμα τις μουσαμαδιές από βραδύς, έκοψε το τιμόνι κι έπιασε στο μουράγιο δίπλα μου. Τούγνεψα να πετάξει έξω κανά φελιζολάκι φρίσσα άμα είχε. Είχε και παραείχε αλλά μικρή. Μικρή και θαυματουργή! Όταν έφτασα αργά το βράδυ αρματωμένος κατάγιαλα στο σημείο πούθελα, επικρατούσε ησυχία μεγάλη και καραλαδιά να γράψεις πάνω της! Μέσα ανοιχτά όσο έβλεπα, ούτε λάμπα καϊκιού φαινότανε, ούτε ψυχή ζώσα. Κάπου είχανε ταξιδέψει τα γριγριά κι ένας Θεός μοναχά ήξερε το που.

Πλάι μου ήτανε τα χαλάσματα του παλιού εργοστάσιου πούφτιαχνε τ’ αλίπαστα και παραπλεύρως η παλιά ξύλινη σκάλα που το εξυπηρετούσε όταν δούλευε προ αμνημονεύτων χρόνων. Η ώρα θα κόντευε τρεις το πρωί.

Στους κατάσκουριους χαλκάδες της εξέδρας ήτανε καλοδεμένο και φουνταρισμένο ένα καταγάλανο παραγαδιάρικο απ’ το Τρίκερι. Το Θαλασσοπόρι του Νικήτα.

Μαΐστρος απόψε γλυκός, καιρός της καλοσύνης και η σελήνη στο μικρό τ’ αργό.

Όσο ετοίμαζα τα κόλπα, το μυαλό μου έτρεχε αν έπρεπε να ξεκινήσω ή να περιμένω να φύγει πρώτα το καΐκι να μ’ αδειάσει τη γωνιά, νάχω την άπλα μου για παν ενδεχόμενο. Το σχοινάκι του σίδερου φοβόμουνα. Άλλωστε δε βιαζόμουνα. Είχα μπροστά μου νύχτα μπόλικια. Μες την ώρα ανάψανε τα φώτα της πρύμης κι απ’ το σπιράγκιο βγήκε ο καπετάνιος αγουροξυπνημένος με τις γαλότσες στο χέρι.

Ανταλλάξαμε καλημέρα βαριεστημένα και δια νεύματος. «Να ρίξω ή θα φύγεις καπετάνιο; Να κάνω πρώτα ένα καφέ. Σε κανά δεκάλεπτο. Ρίξε εσύ και θα σου πω άμα είναι.» Έμπιξα τα βελόνια στο κυμοθάλασσο ανά δέκα δεκαπέντε βήματα και τα κάρφωσα καλά με τη ματσόλα για τα μουγκριά.

Είχα απ’ τα χθες μια δολωσιά φρίσσα τούμπα κρατημένη στ’ αγκίστρια έτοιμη που τη λυπήθηκα να τη λύσω, κι αυτήνα πέρασα σ’ ένα καλάμι γρήγορα - γρήγορα και το μπουμπούνισα πλάι στη σκάλα. Μπαμ στο σημάδι. Δυό μέτρα νεράκι όχι παραπάνω.

Ρηχό αλλά θαυματουργό! Κυδώνια και γυαλιστερές σα τασάκια, και σκαρτσίνι λιανό ότι πρέπει. Νάσουτο και το σκουλήκι από κοντά κάθε λογής και μάνες και μανάκια και μουρμουρήσιο κι ανεμόνα και θηκαρήσιο και σαμάρι κι ότι γουστέρνεις. Κατάγιαλα θα βρέις και την τσιπουράκλα κόστα – κόστα να βγαίνει στο μισό μέτρο νερό να ξεθάψει την αρενίκολα. Φρίσσα και αίμα πάνε μαζί. Η κορωνάτη σίγουρα δεν είναι διαβατάρικο ψάρι αλλά τοπιάρικο. Γουστάρει πολύ το ακρογιάλι και τη ρηχοπατιά. Γενικώς δεν έχει μόνιμο σπίτι... πότε δω και πότε κει.

Oλόφρεσκο ζευγάρι ακέφαλες φρίσσες σε χοντρό πολλάγκιστρο.​

Έχει και καλοκαιρινές και χειμερινές κατοικίες ως βασίλισσα πούναι. Τόποι και τοπάκια, φυσικά ή τεχνητά, πήραν αξίωμα μεγάλο και ονομάσθηκαν απ’ τους ψαράδες τσιπουροτόποι επάξια. Ο καφές απ’ το θαλασσοπόρι μύρισε μεθυστικός μπερδεύοντας τις μυρουδιές της θάλασσας στα ρουθούνια μου. Αν δεν είχα λίγη τσίπα θα τούχα ζητήσει και για μένα μια κούπα αλλά κρατήθηκα και αρκέστηκα σε μια γερή τζούρα απ’ το φετινό βύσσινο της Ψαρόεσας. Είχα γυρίσει και δόλωνα όταν άκουσα τη φωνή του.

«Γιάννη λύσε και μάζευτο να πάρω το σίδερο.» Πίσω κατάπρυμα ένα καπετανόπαιδο είχε ανοίξει καμιά δεκαριά κουτιά καλαμάρια σα φρατζόλες και τα ξεπάγωνε να δολώσουνε. Ένας άλλος ξερακιανός αγουροξυπνημένος με κάτι γένια να και μαλλιά ανακατωμένα, ξεσκέπαζε τις βούτες με τ’ αγκίστρια. Ώρε μανίτσα μου κάτι τσιγκέλια! Σαλτάρισα στη σκάλα κι έσκυψα να ξεπεράσω τη θηλιά απ’ το χαλκά να τους λύσω. Το μάτι μου έπεσε στο καλάμι το κοντινό στο καΐκι. Τέζα! Ξανάδεσα βιαστικά το σχοινί στη θέση του. «Λύσε μωρέ τι κάνεις; Περίμενε κάπτεν κόλλησε ψάρι!» Μαζεύτηκαν κι τρεις τους θεωρείο στα φώτα της πρύμης και παρακολούθαγαν σιωπηλοί. Το πήρα στα χέρια κι έκανα μια έτσι δα παραπίσω να μπηχτούνε καλά τ’ αγκίστρια. Αμάν – αμάν!!! Σκορτσάρισε δυνατά αμέσως κι έδωσε κεφάλι χαρακτηριστικό αλλά στο μάζεμα κλώτσαγε παράξενα.

Τσιπούρα ήτανε και φαινότανε κακοπιασμένη. Πρώτη ριξιά, πρώτη δολωσιά!

Ούτε είκοσι μέτρα απόσταση. Ούτε δύο μέτρα νερό!

ΚατηγορίαΨΑΡΟΔΟΛΙΑ
Print
Back To Top