Πίσω ξανά στο χωριό την παράλλη τη μέρα αναζητώντας τις στο μουράγιο και στη μπούκα την αγαπημένη μου. Tη μπούκα της καρδιάς μου, την πιο περατζάνικια.
Δυό εργαλεία μέσα, δυό έξω και δυό κατάφατσα στην ασπίδα της, έφταναν να καλύψουν όλο το έμπα και το έβγα της με το παραπάνω. Τακτοποίησα τα φρένα στους μουλινέδες ανάλογα των ψαριών που υπολόγιζα, έδεσα φρέσκες παραμάνες κι άναψα τα φώσφορα. Έτοιμος και σχεδόν πανέτοιμος. Ανέβηκα ψηλότερα απ’ τα καλάμια στον κυματοθραύστη του λιμενοβραχίονα, νάχω από κάτω τα σέα και τα μέα μου πιατέλα κι άρχισα να μαλαγρώνω αριστερά δεξιά λιωμένες τις φρίσσες ολόκληρες μ’ ένα καλάμι βεργό πούχα την παραμάνα του ορθάνοιχτη εξεπιτούτου.
Αυτό το ψαροδόλι δε μοιάζει με κανένα απ’ τα υπόλοιπα και όλα τα ψάρια μηδενός εξαιρουμένου το ορέγονται ιδιαίτερα. Θες αυτή η βαριά μυρουδιά πούχουν τα τζιέρια του και τα αίματά του, θες η σάρκα του η ροδαλή και το απαστράπτον παρουσιαστικό του, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω καλά είναι πως οι επιτυχίες του προπορεύονται από παλιά της φήμης του, ιδιαίτερα στους κύκλους των επαγγελματιών ψαράδων.
Στο σταβέντο και στο ψαρολίμανο το ψαροδόλι σκοτώνει. Η φρίσσα σκοτώνει δυό φορές. Κυριαρχεί ανάμεσα στα ψαροδόλια για ευνόητους λόγους. Τάπαμε και θα τα ξαναματαπούμε παρακάτω. Εδώ η τροφή είναι πάντα περισσότερη και το κάλεσμα των ψαριών σιγουράκι. Tα κορωνάτα και όχι μόνον αυτά, το βρίσκουνε το φαί μπόλικο κι ετοιμοπαράδοτο.
Φρίσσα. Αίμα και πρωτεΐνη ο καλύτερος συνδυασμός.
Κρέας ψαχνό, ροδαλό, με βαριά μυρουδιά και τομάρι σκληρό να αντέχει στο λιανούρι και τη μουρμουρέσα. Η νύχτα είναι η καλύτερη ώρα να στήσεις το καρτέρι της γενικώς και ανεξαρτήτως τόπου. Το ψάρι το πονηρεμένο το αλανιάρικο μέσα στο λιμάνι, καθώς πέφτει η νύχτα και ο τόπος ησυχάζει, ξεθαρρεύεται ευκολότερα.
Ο τσιπουρότοπος και η ρηχοπατιά αποδίδουν τα βέλτιστα
Το αλιευτικό καταφύγι εξασφαλίζει την εύκολη μάσα και η τσιπούρα θα το προσεγγίσει ξανά και ξανά. Τα νερά τα λιμανήσια αλλάζουνε θερμοκρασία με αργότερους ρυθμούς και επηρεάζονται κατά πολύ λιγότερο από τις παγωμένες μάζες νερού σε σχέση με το ελεύθερο πεδίο. Στα κατάκαβα τα νερά ακόμα χειρότερα. Το λιμάνι και εν γένει το αλιευτικό καταφύγι, γίνεται δελεαστικότερο, καθώς μαλαγρώνετε με τροφή θρεπτική και μερικές φορές σε μεγάλες ποσότητες. Τα ψάρια καλούνται ευκολότερα και στρώνονται εκεί που πιθανόν γνωρίζεις.
Έτσι και ξέρεις τις καβάτζες του ψαρολίμανου, έτσι και γνωρίζεις το που, το πως και το πότε, τα αλιευτικά σκάφη θα κάνουνε τη δουλειά για σένα και θάσαι ο καλύτερος του χωριού. Το λιμάνι το ψαρολίμανο, έχει κι αυτό τα κόλπα του και τους ψαράδες του! «Εσύ για παράδειγμα που δε γνωρίζεις τα καθέκαστα, μπορεί να ψαρεύεις εν αγνοία σου πενήντα μέτρα παραπέρα από κει που τίναξαν τα δίχτυα τους τα μεγάλα αλιευτικά το πρωί, στις μισινέζες σου να μην κουνάει φύλλο και πενήντα μέτρα παρακάτω, στη σωστή θέση, ο τάδε, ονόματα να μη λέμε, να τους φτιάχνει την κηδεία.» Παράδειγμα έφερα, όμως καθόλου τυχαίο! Μαλάγρες και ψαρολίμανα πάνε μαζί και χέρι – χέρι. Η τσιπούρα μαλαγρώνετε εύκολα, καλή ώρα σα τον κέφαλο και το λαβράκι. Θα κάτσει λοιπόν στο σημάδι το μαλαγρωμένο κι έχοντας εκεί την έγνοια της θα φέρνει βόλτα γύρω - γύρω.
Μέσα έξω, πέρα δώθε. Εκεί όμως! Στα μεγάλα υπέρ του σταβέντου είναι πως το κορωνάτο ψάρι μέσα σ΄αυτό είναι πιο μουρντάρικο, απ’ ότι όταν το συναντάς στο τσιπουροτόπι το καθαρόαιμο. Πιο βίαιο, πιο επιθετικό και ταυτόχρονα πιο απρόσεχτο, ένεκα φαντάζομαι η μάζωξη και ο ανταγωνισμός που είναι μεγαλύτερος. Όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε! Εικασίες κάνω βάση αυτών που βιώνω. Κοντά όμως σ’ αυτά τα περισπούδαστα υπέρ και στο διαταύτα, υπάρχουν και τα κατά. Ο ψαράς λέω πως πρέπει να λογαριάζει πολύ τη μανούρα που γίνεται όταν πιαστεί στο αγκίστρι του η τσιπούρα. Ο χώρος του λιμανιού σε σχέση με το ανοιχτό ελεύθερο πεδίο, είναι περιορισμένος και ότι συμβαίνει, διαδίδεται γρήγορα και σε μεγάλη ακτίνα. Τα ψάρια του αναστατώνονται, ιδίως αυτά που βρίσκονται κοντά στο μοιραίο περιστατικό μιας επιτυχούς επαφής.
Έτσι λοιπόν, όσο πιο γρήγορα και ήσυχα σπατσάρεις με το ψάρι που ξεγελάστηκε, τόσο καλύτερα. Όσο περισσότερες το λοιπόν τσιπούρες είναι στρωμένες στο σημάδι σου, τόσο περισσότερο μεταδίδεται ανάμεσα τους ο φόβος. Η σύγχυση δεν είναι στα υπέρ σου. Ανήσυχα ψάρια δύσκολα κοροϊδεύονται. Ιδίως η τσιπούρα επηρεάζεται πολύ. Τσαμπουκάς μεν αλλά επιφυλακτική πολύ. Οι φασαρίες και η αναστάτωση αντίθετα απ’ το λαβράκι για παράδειγμα ή το γουφάρι, δε της αρέσουνε. Κι έχε το νου σου τα κορωνάτα και τ’ ακριβοθώρητα δεν είναι για χόρταση! Ένα δυό στο μερτικό της καρτερίας σου και δρόμο. Κι άμα τα πάρεις κι από βραδύς, ακόμα καλύτερα.
Τα φυγαδεύεις να μη σε πάρει χαμπάρι ψυχή και πας για ύπνο να σέβρέι το χάραμα σπίτι σου καλοψαρεμένον και νοικοκύρη. Το καλό που σου θέλω πάντως, ασφάλισε τα εργαλεία σου με κάθε τρόπο. Ορθόδοξος ή ανορθόδοξος δεν έχει σημασία.
Γελάει καλά όποιος γελάει καλοψαρεμένος. Είναι τόσο βίαιο και απρόσμενο το χτύπημα της μεγάλης τσιπούρας που δεν προκάνεις να πεις αμάν και φυσικά είναι άμεσο, γιατί το ψάρι απλά το ψαρεύεις σχετικά κοντά.
Φρίσσα η ταπεινή πολύτιμη. Ανώτερη στις ψαροσύνες και συγγενικιά της σαρδέλας αλλά δεν είναι σαρδέλα, παρόλο που καταχρηστικά στις αγορές αναφέρετε ως σαρδελομάνα, σαρδέλα κι άλλα χαζά. Όποιος έχει μάτια βλέπει. Σκληρόπετση και γυαλιστερή η φρίσσα, κολυμπά ακατάπαυστα σε τεράστια κοπάδια και κυνηγά και ξωπίσω της κοπάδια και οι κυνηγοί κάθε είδους.Κάποτε κατέκλυζε τα ελληνικά νερά τους καλοκαιρινούς μήνες και οι τόποι που συγκεντρωνότανε έβριθαν κυνηγιάρικων ψαριών, μιας και την ορέγονται αφάνταστα.
Ένα και να καίει...
Ψαρεύεται με αφρόδιχτα, τσαπαριά και συρτές με μικρά γυαλιστερά κουταλάκια ή κατάλευκα φτεράκια διακοσμημένα με κόκκινη κλωστή δεμένη στην παλέτα τυλιγμένη. Θεωρείται στους ψαράδικους κύκλους ως το απόλυτο δόλωμα χοντρών αλλά και μέτζων παραγαδιών, είναι δε ένα από τα ανθεκτικότερα ζωντανά σε ημερήσια καρτέρια μαγιάτικων, τούνων, ξιφιών και γουφαριών που θεωρούνται οι μέγιστοι θηρευτές. Θυμάμαι τις παλιοκαραβάνες του χωριού, να στήνουν ενέδρες στις τσιπούρες, αποκλειστικά με φρέσκο ή παστωμένο φρισσάκι λιανό.
Βλέπεις εκείνα τα χρόνια το γρι – γρι τουμπάριζε τη φρίσσα στη θάλασσα ένεκα δεν την έτρωγαν ούτε τα σκυλιά, όχι άθρωπος... και εξ αυτού κυρίως, την χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες ως δόλωμα. Θα μου πεις τι άλλες εναλλακτικές είχαν; Νομίζεις! Το καυτερό και το καμάκι είναι αρχαία κόλπα όχι τωρινά. Ο αργαλειός επίσης και η αξίνα είναι εργαλεία που δουλεύουνε τη ρηχοπατιά στα δολώματα και τα μεζεκλίκια της από τότε που βγήκαν αι λάσπαι!
Σαμάρια λοιπόν, στρόμπια, αρενίκολες, γυαλιστερές, μύδια, κυδώνια, σαλιγκάρια, πεταλίδες, ψωλιάγκους, σκαρτσίνες, σουπιές, καλαμάρια, θράψαλα κι από παστά ότι μπορεί να φανταστείς, που πάστωναν για το χειμώνα, κολλιούς και ασπροσάφριδα, μέχρι σαρδέλες και χαψιά. Όχι για να ξέρουμε τι λέμε, γιατί καμιά φορά λέμε και κοτσάνες. Ακούς εκεί δεν είχαν εναλλακτική γι’ αυτό δόλωναν φρίσσα!
Ενώ εμείς βλέπεις έχουμε. Χώρια το ψωμάκι του Θεού! Αυτό δεν το συναθροίσαμε. Άλλο καλοδόλωμα κι ελόγου του!
Γιατί κι αυτό όσοι ξέρουν και θέλουν να λέγονται τσιπουράδες, το εκτιμούν δεόντως όπως και η λεγάμενη, ιδίως όταν φτιάχνουν μπασμούς! Τέλος πάντων ο λόγος που την χρησιμοποιούσαν τη φρίσσα για δόλωμα στις τσιπούρες δεν ήταν ότι δεν είχαν εναλλακτικές λύσεις δολωμάτων και αυτό είναι παραπάνω από σίγουρο. Φθινόπωρο περπατημένο καλά.
Ανοίγονταν ελαφρώς με τα κοπήλατα ξυλάρμενα βαρκάκια τους ανάμεσα στον πάγκο και το γιαλό και με παστωμένη φρίσσα, φιλέτο ή ολόκληρη, έψαχναν πότε αρόδου και πότε απίκο τις λεγάμενες. Τις χοντρές λεγάμενες, γιατί μικρές λεγάμενες τέτοιες εποχές και τέτοια χρόνια δεν έβρισκες!
Μάλιστα επειδή ως γνωστόν τίποτα δεν είναι τυχαίο, αρκεί νάχεις μάτια ανοιχτά κι αυτιά ορθάνοιχτα, έριχναν τα πεταχτάρια τους πάντα προς το γιαλό. Ποτέ προς τα μέσα!!! Απορίας άξιον ε;;; Βρέ έχει να κάνει με το τι νερά την καλούνε εκείνη την εποχή την τσιπούρα! Πόσο βαθιά νερά εννοώ κι αν τη γουστέρνει τη γυρωβολιά στο ρηχό. Ιδίως στα κομμάτια που ο βυθός καλεί τον αργαλειό και την αξίνα που λέγαμε παραπάνω.