Ένα χειμώνα με καλοσύνη κι έναν ορίζοντα μελί και γλύκισμα της ψαροσύνης, βρέθηκα στο αλιευτικό καταφύγι με τον καπετάν Σταμάτη να σενιάρει τα τελευταία στο γρι - γρί, πριν ξεκινήσει για το ταξίδι τ’ αποψινό.
Για κανά δόλωμα έψαχνα παρά για τη βόλτα. Και ως συνήθως αυτές οι συναντήσεις κορυφής των «μεγαλοψαράδων» του χωριού, έχουν την ίδια κατάληξη. Ποιος είναι δηλαδή πιο γκαντέμης απ’ τον άλλονε, ποιός είναι πιο κωλόφαρδος κι ευχές ψαράδικες αράδα, για δίχτυα κι αγκίστρια φορτωμένα σκατά κι απόσκατα. Και τέλος – τέλος καθώς οι κάβοι και τα σπρίνγκ αμόλαγαν, ένα μισοτέλαρο φρίσσα χθεσινοβραδινό περίσσεμα, έσκαγε θορυβωδώς στο μουράγιο ως αποχαιρετιστήριο νεύμα. « Καλά σκατά ρεεεεε, καλή θάλασσα νάχουμε...»
Εκείνο το βράδυ θυμάμαι αρματωμένος καλά κατσικώθηκα σε κάτι παλιογκώναρα κατά τα τσιπουροτόπια του Γλυφιά παρά την θέση Κόκκινα, έχοντας κατά νου τις τσιπούρες. Πεδίο ελεύθερο κι απόμακρο με νερά κοφτά και πάτο ανασούμπαλο όλο ντέματα. Μέσα έξω λιθάρια. Λιθάρια στοίβα απάνω στα λιθάρια κι αγκρίφια και ξενέρια κίνδυνος θάνατος και κακοτοπιές απλώνονταν πέρα απ’ τη δέσμη του φαναριού και τα βήματα προσεκτικά και μετρημένα λογάριαζαν την απόσταση ως το πόστο. Κάπου εκεί μπροστά ήταν μια πλάκα αμπάσα και το σημάδι μου.
Και στη γυροβολιά ήταν οι βάσεις των καλαμιών μου κατάσκουριες κι αρμυροφαγωμένες ανάμεσα στις πέτρες και σφηνωμένες καλά. Χρόνια τώρα το ίδιο στασίδι, τα ίδια πόστα των καλαμιών και το ίδιο πανέμορφο αγνάντι στον ορίζοντα το θεοσκότεινο που κάθε πρωί εχάραζε και ξημέρωνε με έναν ήλιο κόκκινο φωτιά να ξεπηδάει θαρρείς μέσα απ’ το Αιγαίο που μέρωνε.
Τσιπούρα και φρίσσα σε μετωπική σύγκρουση
Έκανε κρύο και η βραδιά σε ξεγέλαγε, τάχα πως ήτανε άνοιξη με ξαστεριά, να σ’ έβρεί το πρωί ξαρμάτωτο στ’ αγιάζι, να σε ξαπλώσει στο κρεβάτι πριν καν το καταλάβεις. Eδώ ο τόπος κρατάει ψάρια γερά και τάχεις κατά νου όλη την ώρα. Δεν έρχεσαι απροετοίμαστος, ούτε με εργαλεία χαζά.Άλλες φορές σου φανερώνονται κι άλλες όχι, μα εσύ ξέρεις πως είσαι στημένος σωστά κι εκεί που αρμόζει των ψαριών και στο διάβα τους. Τα ξέρεις!
Ψάρια που η έγνοια τους και μόνο δε σ’ αφήνει να γλαρώσεις σταλιά τη νύχτα κι ας παραμένουν τις περισσότερες φορές άφαντα σα τα φαντάσματα.
Εσύ όμως τα ξέρεις! Και όταν έρθει η ώρα η πρέπουσα και σου φανερωθούνε και το ξενύχτι κι κούρασες χαλαλιστούν στο δευτερόλεπτο, πάει καρδιά σου να σπάσει, λες κι είδες πράγματι φαντάσματα! Έκοψα στο χέρι τα κεφάλια απ’ τις φρίσσες κι έγιναν μέσα στο μπουγέλο νερά και αίματα μπασμός σπουδαίος και τα μπατάρισα στη θάλασσα εκεί πούσκαγε το ρεστίο και ματαγυρνούσε πίσω απλώνοντας οσμές στα βρέχάμενα κι ακόμα παραμέσα. Η αναζήτηση τροφής την περίοδο που αυγατίζει η κορωνάτη και αντίστοιχα την περίοδο αφού αποχύσει και μετά, είναι η μοναδική της έγνοια.
Επιπλέον πάχος θα την κρατήσει ζωντανή όταν κατ’ ανάγκη η μάσα θα είναι λιγότερη. Στο γκονάρι και στον βυθό τον ανάλογο, το λέσο το χρυσομάγουλο είναι πρώτο και καλύτερο. Τον γνωρίζει τον τόπο καλά και θα τον επισκεφτεί όπως και νάχει. Θα περάσει σίγουρα και θα ξαναπεράσει. Τα ξέρεις! Φρόντισε κάποια βραδιά ν’ ανταμώσεται. Τραγάνα ολοζώντανη, σκαρτσίνα μικρή μεγάλη, στρόμπια, αχινοί, σαλιγκάρια και καβουρομάνες. Νάσου τον κι ο σπόγγος το αρικέλι το καλοδόλωμα, εκεί στέκει κι αυτός παιδί της τραγάνας. «Και πως στο διάλο μωρέ βάζει ο άλλος παραγάδι με φρίσσα σε τέτοιο τόπο ολοζώντανο και πιάνει ψάρια; Χαθήκανε τόσα και τόσα απ’ αυτά που λες για να δολώσει στα σίγουρα;
Τράβα και ρώτα τον είπαμε!» Στο βράχο κάτω απ’ τα πόδια σου θαρθεί να χτυπήσει το μύδι και τον αχινό άφοβα. Σα να μην υπάρχεις. Ιδίως στο σύθαμπο είναι οι πιο μυστήριες ώρες και πρέπει νάσαι σβέλτος, και πανέτοιμος. Όχι να κουτουλάς! Εκεί πάνω που χαράζει νάχεις κουράγια και νάχεις ολονυχτίς τα σημάδια σου μαλαγρωμένα καλά, με βολές τακτικές και στοχευμένες. Τούτες νομίζω είναι και οι καλύτερες ώρες ανεξαρτήτως εποχής και πεδίου. Νύχτα - νύχτα και στο σύθαμπο.
Τσακιστή και άθικτος ο ισχυρός ουραίος μίσχος της φρίσσας ακόμα και μετά το τέλος της σύλληψης.
Η ανάγκη της τσιπούρας να αναπαραχθεί σε θερμοκρασίες ανεκτές, την οδηγούν να εγκαταλείψει πρόσκαιρα το θερινό σπίτι της και τα λίγα νερά που ορέγεται, μιας και θα παγώσουν ευκολότερα και γρηγορότερα απ’ τα βαθιά και να μετακομίσει στις χειμερινές της κατοικίες. Για να γίνει αυτό πρέπει να βιαστεί να πάρει το απαιτούμενο βάρος και λίπος. Τσιπούρα και φρίσσα πάνε μαζί και χέρι – χέρι.
Ένα καΐκι με τα σινιάλα του κατάφατσα σε μένα ζύγωνε αργά κι έψαχνε. Μπορεί νάδε κανά σημάδι στα όργανα. Μπορεί νάδε κανά γαύρο ή καμιά φρίσσα ή τίποτα παλαμιδιά δελφινήσια. «Βέβαια ο καπετάν Σταματάκης ο Μπούρτζικας που λέγαμε αρχύτερα, μούχε πει κατά καιρούς πως όταν ζυγώνει σ’ αυτόν τον τόπο τέτοια φεγγάρια, σε κείνο το σημάδι αριστερά μου λέει, καμιά τρακοσαριά μέτρα απόσταση, το σόναρ του βγάζει πατωμένα ψάρια πλακαρά. Αλλά ας όψεται λέει το βάθος σε κείνα τα νερά που είναι ρηχό κι ακατάλληλο, αλλιώς πως θα μου τις μάντρωνε λέει καλά....»Καλάμια!!! Αυτές ήτανε! Οι λεγάμενες! Τις ήξερε και τις έψαχνε!
Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Όμως βλέπεις η φύση έχει τον τρόπο της να προστατεύει τα παιδάκια της κυρ Σταματάκη μου και φάτε μάτια ψάρια κι κοιλιά περίδρομο.
Πηχτό ήτανε απόψε το σκοτάδι με ρεστίο μπόλικο που θαλάσσωνε απ’ ανοιχτά βουβό κι ερχότανε να κωλοτριφτεί στα βρεχάμενα της πλάκας μου. Κι εκεί που καθόμουνα και παρατήραγα το καΐκι, φανερώθηκε στα δολώματα ψάρι με ουρά.
Επιτέλους! Έκανα να πάρω θέση κοντά στο καλάμι μα δε πρόκανα. Έδωσε μια κατακούτελα στη φρίσσα πούχα δεμένη στα σύρματα και πάνε κι ανεψαριές καλιά τους, πάνε κι στεναχώριες και τα κρύα κι έγνοιες όλου του ντουνιά στον αγύριστο. Νάτο το ψάρι. Κορωνάτο και μπελαλίδικο! Σκούπισα τα χέρια στα γρήγορα στα μπατζάκια και το βούτηξα. Έκανε κάτω κεφάλωσε κι έφυγε πέρα τ’ ανάποδα κι ακόμα φεύγει.
Κράταγε χαμηλά και πατωτά. Βροντοχτυπούσε την κεφαλή του τη σιδερόφραχτη και προδωνότανε. Αν ξέρεις με τι ψάρι έχεις να κάνεις, φτιάχνεις αλλιώς τα κουμάντα σου. Της εποχής και του τόπου του τσιπουρότοπου ήτανε τα καμώματα κι αναμενόμενα. Θέλει και τύχη όμως ρε φίλε μου το ψάρεμα, πως να το κάνουμε! Έτυχε να περάσει, έτυχε νάμαι κι εγώ στο καρτέρι της, ε φάγαμε τα μουστάκια μας κι ησυχάσαμε. Kαλοπιασμένο το ψάρι και στρώθηκα να το ψαρέψω όμορφα όχι μόνο για να το φχαριστηθώ, αλλά περισσότερο μη μείνω με τη χαρά.
Τη στράβωσε η φρίσσα και την μακέλεψε! «Τρώνε μωρέ τέτοια ψάρια κορωνάτα του βράχου και της νύχτας αλανιάρικα τέτοιες κοτσάνες; Αν τρώνε λέει;;;!!!» Κάμποσες οργιές απόσταση κρατώντας ακόμα κατάβυθα, την ένοιωσα νάρχεται πάσα δυνάμει γραμμή για τα ντέματα να μπλέξει και να σωθεί αλλά την πρόφτασα κι αγαντάρισε πάλι αριστερά δεξιά να ξεπιαστεί. Πρέσα το καλάμι έφτασε ο κορφιάτης του στη θάλασσα να τη σηκώσω στα μεσόνερα και λίγο παραπάνω να καταφέρω να βάλω απόχη. Ώσπου να τηνε φέρω βολικά σε απόσταση ίδρωσα τη ρουφιάνα! Άναψα το φανάρι κι έμεινε μάρμαρο!!! «Το ευαίσθητο σημείο της και το κουμπί της.» Μπατάρισε και μου παραδόθηκε με τις κοιλιές της ξένερες και παραγεμισμένες. Τσιπούρα απ’ τις λίγες κι αυτή! Χρυσοκέντητο το κορμί της απ’ άκρια σ’ άκρη αστραποβόλαγε μουσκεμένο. Κι αν πεις για την κορώνα της στα κούτελα; Χρυσάφι και μάλαμα όμοια! Μάτια νάχεις ρε ψαρά να βλέπεις και νου ν’ αποστηθίζεις ομορφάδες.
Πανέμορφο νυχτερινό κορωνάτο
Όσο μεγαλύτερη η σύναξη ψαριών σε ένα μέρος, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη τροφής, τόσος μεγαλύτερος κι ο ίστρος της διεκδίκησης. Μάλιστα η ανάγκη τροφής πλούσιας σε πρωτεΐνη, γίνεται ακόμα πιο επιτακτική όταν η τσιπούρα βρίσκεται λίγο πριν την περίοδο της αναπαραγωγής. Για να πάρεις εσύ μια και δυό τέτοιες τσιπούρες, από κάτω σου είναι δέκα για να μην πω είκοσι τουλάχιστον τέτοια ψάρια μη σκας!
Εκτός κι αν είσαι τόσο αφελής που πιστεύεις ότι έβγαλες εσύ την μοναδική ή το μοναδικό ζευγάρι που κυκλοφόραγε νυχτιάτικα στην βόρεια Εύβοια!
Δεν ήτανε λίγες οι χρονιές που προς μεγάλη μου έκπληξη, τα ψάρια ήταν κατά πολύ λιγότερα ή σχεδόν ανύπαρκτα στα βραχοτόπια μου με την πλούσια τραγάνα, απ’ ότι στο ρηχό κατάγιαλα με τον αμμουδερό βυθό και το τριφύλλι.
Όπως βέβαια δεν ήταν και λίγες οι φορές που τάψαχνα τα ψάρια στους τσιπουρότοπους κατάγιαλα και τις ερημιές των βράχων, κι αυτά βολόδερναν μαλαγρωμένα στα βαθιά και προστατευμένα αλιευτικά καταφύγια του τόπου μου!