Παναγιώτης Κολιόπουλος

Ο Παναγιώτης Κολλιόπουλος είναι Μηχανολόγος Μηχανικός Τ.Ε. και κατάγεται από τη Πάτρα, όπου ζει μόνιμα. Ξεκίνησε να ψαρεύει σε πολύ μικρή ηλικία στα ποτάμια της περιοχής του, ενώ από το 2006 και μετά ασχολείται αποκλειστικά με το ψάρεμα μέσω τεχνητών δολωμάτων, σε γλυκά νερά και θάλασσα. 

Από το 2013 και έπειτα έχει έντονη αρθρογραφική δράση στο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΨΑΡΕΜΑ, σχετικά με την τεχνική του Spinning και τις υποκατηγορίες του, ενώ του αρέσει να πειραματίζεται στο ψάρεμα, διευρύνοντας διαρκώς τους ορίζοντές του. 

Αγαπημένη του τεχνική το τελευταίο καιρό αποτελεί το Micro Shore Jigging, σε βραχώδεις ακτογραμμές.


Καλοκαίρι. Το χρονικό μιάς Απρόσμενης Αναμέτρησης.

Του Γιάννη Παπαθανασίου. Α' ΜΕΡΟΣ. T.272

Καλοκαίρι. Το χρονικό μιάς Απρόσμενης Αναμέτρησης.

Αφιερωμένο από καρδιάς, στον πολυαγαπημένο μου γιο, το Χρηστάρα μου.

Η θάλασσα της καρδιάς μας.

Γράφω ετούτο το ψαράδικο το γραπτό σκυμμένος στα κατοπόδαρα του κρεββατιού του και κάνω τη θάλασσα απόψε σύντροφο και παρηγοριά στις αγωνίες μου τις μεγάλες να ξημερωθεί καλά να πάμε σπίτι μας και νάναι σιδεροκέφαλος.

Δεκατρείς του μηνός ημέρα Τρίτη.

Kαλοκαίρι περπατημένο και ζέστα μπόλικη.

Ισχυρά μελτέμια, παιδιά της τραμουντάνας, φρόντιζαν να καταλαγιάζουν τις υψηλές θερμοκρασίες σε ανεκτά για την εποχή επίπεδα.

Οι παραθεριστές απολάμβαναν την θάλασσα εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο με κάθε δυνατό τρόπο.

Απ’ το πρωινό τους μπάνιο στα κρυστάλλινα γαληνεμένα νερά και την μεσημβρινή μάσα και βόλτα πλατσουρίζοντας στο κυμοθάλασσο, ως το απογευματινό κολύμπι στο ηλιοβασίλεμα και τον περίπατο στην ακρογιαλιά. Ως εκεί όλα έβαιναν καλώς.

Μόλις όμως σουρούπωνε κι έπαιρνε να μοιάζει ο κόρφος ο αρτεμησιακός χαρτι να γράψεις θαρρείς απάνω του και λαδιά πυροφανατζίδικη, ο κόσμος όλος κι ο ντουνιάς σεληνιαζότανε και το σκηνικό άλλαζε.

Άπαντες, μικροί μεγάλοι ανεξαρτήτως ηλικίας και γένους, μεταλλάσσονταν σε ψαράδες.

Παραθεριστές ψαράδες.

Καλάμια κάθε βαλαντίου και τεχνικής, πεταχτάρια διαφόρων ειδών, καμάκια και πιρούνες σε σκουπόξυλα.

Απόχες ικανές να αποχιάσουνε από πεταλούδες ως άνθρωπο ολάκερο στο άλτος τους, κιούρτοι όλων των σχημάτων, απίστευτες χταποδιέρες με πατενταρισμένα καβούρια ψεύτικα, ποδάρια κοκόρων, χάντρες, πούλιες, κραματζούλια, ως και αυτιά γουρουνιών και βάσεις καλαμιών που ξεπερνούσαν κάθε φαντασία.

Κάποιος είχε φτιάξει μια από πλατό αυτοκινήτου κι ένας άλλος μια που όταν την συναρμολογούσε και την έστηνε, καθόντουσαν πάνω της τέσσερις νοματαίοι!

Ένας ψάρευε με έναν γλόμπο με χοντρό σπείρωμα, όμως όπως μου είπε ήταν αυτή η καταλληλότερη επιλογή, για να μπορεί να φτιάχνει πάνω στο σπείρωμα λέει τον κόμπο ευκολότερα, αντικαθιστώντας το κλασσικό μπούλντο για τις ζαργάνες.

Ο γλόμπος, όπως μου είπε άκρως εμπιστευτικά, ήταν λέει πιο αποτελεσματικός γιατί ήταν εντελώς διάφανος και δεν τρόμαζε τις ζαργάνες.

Ζήτω το καλοκαίρι!

Ένας άλλος πάλι πιο διορατικός, δόλωνε έναν γαύρο στο πολλάγκιστρο ανάποδα! Μπροστά η ουρά και πίσω το κεφάλι, ώστε αν δεν έχει φαγωθεί όπως μου είπε απ’ το λιανό, κατά την ανάκτηση να μοιάζει με τεχνητό ψαράκι της συρτής και να τον μουντάρει κάποιο κυνηγιάρικο!

Αχ Παναγία μου!!!

Κάθε λογής ιδιοκατασκευή και εφεύρεση που μπορείς να φανταστείς, παρουσιαζότανε στο νυχτερινό προσκήνιο σε κοινή θέα και αξιολόγηση των κατά τόπους κριτικών και εν γένει φωστήρων της ψαράδικης τέχνης.

«Τι δολώνεις; Για κάτσε να δω αν το δολώνεις σωστά να σου πω! Τσιμπάει τίποτα; Δε τσιμπάει; Tα αγκίστρια φταίνε. Είναι μεγάλα και γυαλιστερά. Να βάζεις μικρότερα και καφέ χρώμα. Κάτσε να σου δείξω, περίμενε να πα να ψάξω στο βαλιτσάκι μου άμα έχω να μαθαίνεις.»

...και πάει λέγοντας κατά τα γνωστά.

Απόλαυση να περπατάς ανάμεσά τους, στις σκάλες και στις παραλίες του τόπου που στηνόντουσαν με τις ψάθες, τα σκαμνιά, τις πολυθρόνες και τις ξαπλώστρες τους, να ακούς τα απίθανα όσα και τις παρόλες τους κι αν έχεις φυσικά την όρεξη, το θάρρος και την αβαρεσιά τους στις ατέλειωτες αναλύσεις επί παντός επιστητού, να σχολιάζεις.

Ως εκεί όλα καλά και άγια!

Τα προβλήματα άρχιζαν εάν σε έπιανε ο ίστρος και η διάθεση να ασχοληθείς με το ψάρεμα κανονικά.

Ε τότε είχες πρόβλημα και μάλιστα σοβαρό.

Τώρα θα μου πεις κανονικό από κανονικό ψάρεμα για τον καθένα έχει διαφορά. Σωστό κι αυτό.

Βασικά οι ντόπιοι ψαράδες, θα έπρεπε κάθε Αύγουστο, να μπαίνουν σε ειδικό πρόγραμμα απεξάρτησης από κάθε ψαρευτική επιθυμία και δραστηριότητα, διαφορετικά κινδύνευαν από οξύ νευρικό κλονισμό.

Ιδίως στα μέρη που εκ της γεννέσεώς τους ήταν πολυσύχναστα, είχες πραγματικό πρόβλημα.

Αλλά και σε αυτά τα ψαροτόπια – ψαροχώρια που δεν θεωρούνταν τουριστικά θέρετρα, μικρότερα κατά πολύ και περισσότερο γραφικά, αυτή την περίοδο, η κατάσταση γινόταν ανυπόφορη έως και ενοχλητική.

Βράχια κατσικογκώναρα, όχι λιθαράκια, και να βλέπεις πάνα τους τα φώσφορα να χοροπηδάνε όλη τη νύχτα σα τις πυγολαμπίδες ακατάπαυστα.

Όλο το βράδυ, όλος ο κόσμος ψάρευε.

Άσε πια αυτά τα ρημαδοκουδουνάκια. Εφιάλτες βλέπω μ’ αυτά και πετάγομαι στον ύπνο μου.

Λεει ένας σ’ έναν μπάρμπα παραδίπλα του φωναχτά λες και φώναζε λοστρόμος!

«Τι τάχεις ρε Κώστα τα κουδουνάκια μόνιμα πάνω στα καλάμια, αφού δεν ακούς! Τάχω δεμένα από τότε πούμουνα νέος και άκουγα!», του αποκρίθηκε ο μπάρμπας και τον ξάπλωσε κάτω!

Α έτσι για να μάθεις...

Αυτή η ψαρευτική έκσταση και το μαλλιοτράβηγμα για το ποιος είναι ο καλύτερος ψαράς, ποιος θα πιάσει τα περισσότερα ψάρια, τα μεγαλύτερα και τα πιο σπάνια, κάθε μα κάθε βράδυ της καλοκαιρινής τους άδειας, διαρκούσε γύρω στον ένα μήνα.

Βέβαια τα χρόνια της πολυετούς οικονομικής κρίσης η περίοδος αυτή είχε συρρικνωθεί στο δεκαπενθήμερο, τώρα όμως που σιγά – σιγά ξαναβρίσκαμε τον βηματισμό και τα ίσα μας, ξανακυλήσαμε ακόμα πιο άσχημα και ανίατα!

Το λοιπόν και μετά τα παραπάνω, ήθελα να δηλώσω ανίατος και καθόλου δεκτικός στην απεξάρτηση, έστω και για μια μέρα.

Πόσο άλλωστε για τριάντα.

Οπόταν αγαπητέ μου κύριε ότι τραβούσα, το τραβούσα και το τραβάω εις γνώσιν μου και παραπονιέμαι αδίκως.

Ο παλιός είναι αλλιώς!

Κάθε βράδυ λοιπόν ο εθισμένος, ήμουν διατεθειμένος να διανύω αποστάσεις τουλάχιστον εξήντα χιλιόμετρων από την Ψαρόεσα, μέχρι να βρω μέρος να ψαρέψω έτσι όπως ακριβώς το ήθελα.

Βασικά να είμαι μόνος μου!

Αυτό ήταν ελαφρώς δύσκολο έως ακατόρθωτο, όμως ένεκα της χρόνιας ασθένειάς μου, είχα πληθώρα εναλλακτικών επιλογών οπότε όλο και κάπου κατέληγα.

Αν δεν έβρισκα μέρος της αρεσκείας μου, απλά επέστρεφα σπίτι για να συνεχίσω τον ύπνο μου.

Σπανίως βέβαια, αλλά είχε συμβεί αρκετές φορές και αυτό.

Ήξερα όλες τις συνήθειες, τις κινήσεις, τις ώρες και τα γνωστά στέκια των παραθεριστών ψαράδων και έπραττα αναλόγως τα δέοντα.

Για να πράξω όμως τα δέοντα, έπρεπε να κάνω την πάσα περιήγηση σε κάθε μέρος που επιθυμούσα να ψαρέψω για να δω από κοντά αν πράγματι μπορούσα να το κάνω όπως ήθελα.

Ένα προς ένα όλα τα ψαροτόπια τάφερνα βόλτα.

Κάθε μα κάθε βράδυ γινόταν ενδελεχής διόπτευση σε κάθε τόπο που μου κέντριζε το ενδιαφέρον.

Παρακολουθούσα από μακριά τα πάντα. Τους ψαράδες, αν είναι γνωστοί ή παραθεριστές, πως ήταν στιβαγμένοι, αν ήταν δηλαδή ο ένας πάνω στον άλλον, τις θέσεις των εργαλείων που έστηναν και πόσα εργαλεία είχαν στημένα, ακόμα και τις διαθέσεις τους για το αν είχαν πρόγραμμα να το ξενυχτήσουν ή όχι.

Αν λοιπόν μετά την ενδελεχή διόπτευση έβλεπα πως δεν με σηκώνει το κλίμα, έβαζα όπισθεν και τράβαγα γι’ αλλού σιχτιρίζοντας τις καλοκαιρινές διακοπές για πάντα!

Κάθε νύχτα, κάθε μέρα, αυτό έκανα.

Μάλιστα εκείνες τις βραδιές που κατάφερνα τελικά να ψαρέψω σε κάποιο κοντινό ψαροτόπι πλησίον του τόπου που είχα λυσσάξει ντε και καλά να ψαρέψω αλλά δεν μπορούσα, φρόντιζα το πρωί να κάνω ξανά την βόλτα μου από κει, να ρωτήσω και να μάθω τα καθέκαστα της νυκτός που μόλις τελείωσε. Και πιστέψτε με είχα τον τρόπο μου να το μαθαίνω.

Βασικά ήμουν σχεδόν σίγουρος για το τι είχε γίνει ρίχνοντας απλώς μια ματιά.

Βλέπεις τα ψάρια αγαπητέ μου κύριε δεν ξεχωρίζουν ούτε διαλέγουν τον ψαρά τους.

Δεν ξέρουνε δηλαδή αν στην άλλη άκρια της κλωστής κάθεται ο κυρ Βασίλης ο παραθεριστής ψαράς ή ο ψαρόγιαννος ο εθισμένος.

Ξεχωρίζουν όμως και επιλέγουν πολύ καλά μάλιστα το φαί τους και κατ’ επέκταση το δόλωμα που τους σερβίρει ο Τάσος, η κυρία Ερμιόνη με το απίκο της μπάστακας πρωί βράδυ στο μουράγιο, ο πιτσιρικάς ο Μανωλάκης που όλα τα ξέρει και δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, ο μπάρμπα Μήτσος απ’ τη Θεσσαλία, πούρθε για τα ιαματικά του και τόριξε παρεμπιπτόντως και στο ψάρεμα.

Έτσι το λοιπόν, ανοίγουνε το ξερό τους και χάφτουν ότι τους γυαλίσει στο μάτι εκείνη την ώρα κι αμέσως μετά ο ψαράς, όποιος κι αν είναι αυτός, βάζει τα δυνατά του για να τα σύρει έξω.

Ε εκεί παίζει ρόλο πρωτίστως το ψάρι και δευτερευόντως ο ψαράς και τα εργαλεία του.

Όχι πως τον λένε φυσικά και από πούθε βαστά η σκούφια του, ούτε αν έχει πανάκριβα εργαλεία, αλλά πόσα σκαμπάζει από ψάρεμα κι αν το λεει η περδικούλα του.

Αν το ψάρι είναι της σειράς, απ’ τα συνηθισμένα δηλαδή, όλο και κάτι γίνεται.

Αν είναι όμως κανένα από κείνα τ’ άλλα τ’ αρκούδια που όλοι μας ονειρευόμαστε, ε τότε κλάφτα.

Συνήθως αυτά που είναι άξια λόγου, δίνουν μια γερή δόση πικρίας και δύναμης, αφήνοντάς τον κόσμο στα κρύα του λουτρού για νάχει να αναπολεί τις κρύες νύχτες του χειμώνα τις καλοκαιρινές διακοπές στην βόρεια Εύβοια με τις δυνατές ψαρευτικές συγκινήσεις και περιπέτειες.

Τρελός παπάς σε βάφτισε…

«Ε αυτό είναι που μου τη δίνει περισσότερο!»

«Ποιο πράμα μωρέ;»

«Να αυτό το ότι επειδή είναι άσχετοι, άπειροι και με ακατάλληλα εργαλεία και τα λοιπά και τα λοιπά και δεν είναι μάστορες μεγάλοι και καλλιτέχνες σα και μένανε, χάνουνε τα ψάρια μου και αυτά πέρνουνε δρόμο και μου τα τρομάζουνε και μετά εγώ δε μπορώ να τα πιάσω γιατί είναι προγκηγμένα και πολύ μου τη δίνει!»

«Ρε α παράτα μας βλαμμένε. Η θάλασσα είναι για όλους και ιδίως για τους καλοκαιρινούς παραθεριστές ψαράδες.

Τράβα απεξάρτηση και κινάς από φθινόπωρο πάλι με τα ψάρια και τις θάλασσες. Νάχουνε σβηστεί και τα χνάρια τους απ’ τις παραλίες, να ψαρεύεις όπως θες μονάχος σου.»

«Μα εγώ θέλω τώρα λέμε, δε μπορώ να βραδιάζει και να πέφτω για ύπνο.

Θέλω να ψαρεύω κάθε βράδυ, όλη νύχτα, κάθε μέρα.»

«Σους ρε λέμε, από Σεπτέμβρη και μετά.»

«Μα εγώ θέλω τώρα!»

«Σκάσε λέμε.»

To λοιπόν.

Πέντε βράδια μπάφιασα να φτάνω ως εκεί πούχα βάλει κατά νου να ρίξω τις πετονιούλες μου κι έφευγα τα μπρος πίσω σιχτιρίζοντας.

Μωρέ έριχνα και τι δεν έριχνα!

Βρε ο ένας πάνω στον άλλονε σου λεω.

Τα δε τσουμπλέκια που κουβαλάγανε; Δε θες να ξέρεις!

Ένα βράδυ ένας πούχε απλωμένο ότι μπορείς να φανταστείς μου λεει.

«Επ φίλε τι κάνεις εκεί, που πας, εκεί θα ψαρέψεις;»

«Ναι» του κάνω, αφού δεν έχει κανείς εδώ εργαλεία.

«Μα δεν έχω ξεφορτώσει ακόμα όλα τα πράματα μου από το αμάξι...» είπε και ελάλησε!!!

Στιγμές τρέλας!

Μια μέρα λεω θα παω απ’ τα δώδεκα μεσημέρια ρε μπαγάσιδες να πιάσω μέρος εκεί που γουστάρω.

Πάω, τι να δω;

Κάτι καλάμια στημένα μόνα τους αρμενίζανε, μια πολυθρόνα, κάτι πραματάκια δώθε κείθε και άθρωπος πουθενά!

Πάω κοντά νάσου ξωπίσω μου μια κυρία.

«Γειά σας γειά σας, ψαρεύει κανένας εδώ;»

«Ο άντρας μου!»

«Πούντονα;»

«Τώρα κοιμάται, θάρθει στις δώδεκα το βράδυ να ψαρέψει!»

Αχ δώσε μου φώτιση και υπομονή Χριστούλι μου.

Ρε πότε ξεκουράζονται αυτοί οι άνθρωποι μου λες;

Διακοπές ειν’ αυτές ή βάσανο;

Kαι σάματι νομίζεις πιάνουνε και τίποτα;

Tζάμπα το ξενύχτι και η ταλαιπώργια.

Κάθε πρωί τα μάθαινα εγώ τα χαμπέρια τους από πρώτο κι από δεύτερο χέρι μη σκας.

Δεν έπιαναν εδώ και μέρες απολύτως τίποτα λεει και μάλιστα κάποιοι αμφιβόλου φιλαλήθειας, που δήλωναν πως κάποιο μεγάλο ψάρι πάλι απόψε τους τάκοψε, ήταν πεπεισμένοι εκατό της εκατό πως ήταν κάποιο τεράστιο λεει γουφάρι.

Ναι λες κι άμα ήτανε μικρό δε θα τους τάκοβε τέτοια πούτανε!

Στον απόηχο αυτών των παραπάνω και έστω και μια ελάχιστη δόση αλήθειας να υπήρχε, αυτό που μου την έδινε εμένα ήταν πως τα κωλόψαρα πήγαιναν πάντα εκεί που δεν έπρεπε.

Και φυσικά μετά από κάθε τέτοια επαφή, φεύγανε κακήν κακώς με όλα τα κωλάγκιστρα στα μούτρα τους και τράβα βρέστα.

«Έλα εδώ κύριε ψάρακα, πούχουμε τα σύρματά μας και τα τσαρπάλια μας, να σε βγάλουμε έξω στα σίγουρα, να σε μαγειρέψουμε, να σε βγάλουμε φωτογραφίες, να σε κάνουμε διάσημο που ζεις στην αφάνεια, παρά κάθεσαι και κωλοτρίβεσαι και χαλιέσαι όπου νάναι...»

Ε ρε μούρλαααααα!!!

Βλέπεις αγαπητέ μου φίλε, οι παραθεριστές ψαράδες κατά έναν παράξενο τρόπο ακολουθούν τις τεχνικές και τις τακτικές τους στο ψάρεμα, όπως ακριβώς έχουν μάθει να ψαρεύουν στα μέρη τους.

Δεν ασχολούνται με το τι γίνεται γύρω τους παρά μόνον αν τύχει και είναι παρόντες σε κάποιες ψαροσύνες όπου πασηφανώς φαίνεται η διαφορά μεταξύ ψαράδων και αλιευμάτων βεβαίως – βεβαίως!

Ε τότε αρχίζουν ρωτάνε, ψάχνονται, αλλά ο χρόνος γαρ εγγύς και οι διακοπές τελειώνουν συνήθως γρήγορα.

Και φτου κι απ’ την αρχή του χρόνου και πάει λέγοντας.

Για να το κάνω λιανά να καταλάβεις, έρχεται ο άλλος απ’ όπου έρχεται, παει ψωνίζει έναν φαραώ και στήνεται στο ψαρολίμανο.

Ξενύχτι φουλ μέρες και ώρες ατέλειωτες.

Ε εκεί πάνω στις απελπισίες τις μεγάλες, εμφανίζεται ένας άλλος με κάτι παλιοσάφριδα, κοπανάει έξω δυο λαβράκια και τον αφήνει τον έρμο τον άλλονε με τους φαραούς κάγκελο!

Καταλήγοντας, αντί να σπας πλάκα, να περιφρονείς και να αδιαφορείς, επειδή σου φαίνονται υπερβολικά τυχαία και παράξενα αυτά που βλέπεις να συμβαίνουν γύρω σου, θα έλεγα καλό είναι να συγκρίνεις αποτελέσματα με άλλους που ψαρεύουν παραδίπλα, να δεις πως το καταφέρνουν και να πράξεις τα δεόντα.

Έχω καταλήξει πως μετά από κάθε καλοκαιρινή σεζόν διακοπών, ιδίως στα μέρη που ψαρεύονται ασταμάτητα από παραθεριστές ψαράδες, τα ψάρια, ντόπια ή φρέσκιες μπασιές, έχουν δεινοπαθήσει και έχουν πονηρευτεί τόσο πολύ, που πρέπει να περάσει αρκετός καιρός για να επανέλθουν στις φυσιολογικές τους αντιδράσεις και συνήθειες.

Τέλος πάντων εκείνο το πρωινό δώδεκα του μηνός και χαζεύοντας από μακριά τους παραθεριστές ψαράδες να παραπαίουν μπαϊλντισμένοι και να εγκαταλείπουν κατάκοποι την ολονύχτια κατασκήνωση, έκατσα να πιω καφέ στο διχτυάρικο του Καλούδη βοηθώντας τον τάχα στο ξεψάρισμα.

Δολώματα έψαχνα να βρω... (Συνεχίζεται)

ΚατηγορίαΙΣΤΟΡΙΑ
Print
Back To Top