Παναγιώτης Κολιόπουλος

Ο Παναγιώτης Κολλιόπουλος είναι Μηχανολόγος Μηχανικός Τ.Ε. και κατάγεται από τη Πάτρα, όπου ζει μόνιμα. Ξεκίνησε να ψαρεύει σε πολύ μικρή ηλικία στα ποτάμια της περιοχής του, ενώ από το 2006 και μετά ασχολείται αποκλειστικά με το ψάρεμα μέσω τεχνητών δολωμάτων, σε γλυκά νερά και θάλασσα. 

Από το 2013 και έπειτα έχει έντονη αρθρογραφική δράση στο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΨΑΡΕΜΑ, σχετικά με την τεχνική του Spinning και τις υποκατηγορίες του, ενώ του αρέσει να πειραματίζεται στο ψάρεμα, διευρύνοντας διαρκώς τους ορίζοντές του. 

Αγαπημένη του τεχνική το τελευταίο καιρό αποτελεί το Micro Shore Jigging, σε βραχώδεις ακτογραμμές.


ΨΑΡΕΥΤΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ - «Mεγάλες τσιπούρες παντός καιρού!»

Του Γιάννη Παπαθανασίου - Ιούλιος 2021 - Τ.272

ΨΑΡΕΥΤΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ - «Mεγάλες τσιπούρες παντός καιρού!»

"Μεγάλες τσιπούρες γιαλό, χειμώνα, καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο! Μύθος ή πραγματικότητα; Μακάρι νάξερα..."

Αυτό που ξέρω καλά είναι πως οι εποχές άλλαξαν, γιατί όχι και τα ψάρια ρότα και συνήθειες! Βλέπεις φέτος ένα χειμώνα να σε γονατίζει και του χρόνου νέτα κι από Χριστούγεννα καλοκαίρι!

Ανθίζουνε οι μυγδαλιές ένεκα που πάνε κι αυτές με τις θερμοκρασίες κι όχι με τα ημερολόγια και πλακώνει ένας Μάρτης άλογο και τις παίρνει και τις σηκώνει. Δίνεις βουτιά Μάη μήνα με καύσωνα και σαραντάρια και παγώνουν τ’ αρμήδια σου και πέφτεις κάτω με σαράντα πυρετό. Γιατί; Γιατί απλά δε πρόκανε η θάλασσα να ζεσταθεί.

Απλό δεν είναι; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά για πράματα που ρυθμίζει άλλος; Μάλλον κανείς!

Μπορείς όμως να καταγράφεις γεγονότα, ν’ ακούς και να παρατηρείς. Τροφή προς συζήτηση με άλλους ψαράδες και βάση αυτών να πορεύεσαι κατά το δοκούν.

Από την θεωρία στην πράξη.

Η ψαράδικη θεωρία που συντάσσεται απ’ τις δικές μας παρατηρήσεις και μόνο, χωρίς βέβαια να παρέχει καμιά απολύτως ασφάλεια, λεει πως οι τσιπούρες κάνουν δυο ανεβάσματα το χρόνο και τέρμα!

Από Φλεβάρη μέχρι Μάρτη και λίγο απ’ το Μάη, σκάρτα Ιούνη, μπορείς να τις ψαρέψεις στα ρηχά νερά είτε με το πεταχτάρι σου απ’ την ακτή, είτε με το πεταχτάρι σου απ’ τη βάρκα.

Μην αφήσεις το χρόνο να περάσει άπραγα.

Σε λίγο οι τσιπούρες θα κόψουνε και θα παρουσιαστούν ξανά απ’ τον Οκτώβριο και μετά!

Εξ αυτού και διαβάζοντας κατά γράμμα τον ψαράδικο κανόνα, τα δικά μας λεγόμενα και καταγεγραμμένα δηλαδή, τις δικές μας θεωρίες και συμπεράσματα, τα τσιπουροτόπια με το πέρας αυτών των περιόδων, θα έπρεπε φυσιολογικά να ερημώνουν και οι τσιπούρες να ξαναεμφανίζονται όταν και όποτε έρθει πάλι η ώρα τους, την οποία πάλι εμείς την έχουμε καθορίσει.

Εμείς πάλι λέμε, πως η διάρκεια αυτών των περιόδων που τα ψάρια περνούν απ’ τους τόπους τους, μπορεί να κρατήσει από μπατάρισμα σε μπατάρισμα της σελήνης και αν εκείνες τις ημέρες - νύχτες, βρεθείς στημένος στο καρτέρι τους, έχεις λαμβάνειν.

Μετά το μπατάρισμα δηλαδή τέρμα; Δεν τις ψαρεύεις, είναι χαζομάρα να σπαταλάς το χρόνο σου και να ξενυχτάς τζάμπα για πάρτη τους; H τσιπούρα γενικώς δεν αντέχει στο κρύο και οι απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας επηρεάζουν άμεσα τις μετοικήσεις της.

Σίγουρα πράματα!

Οι τσιπούρες μας τόπανε!

Όταν δηλαδή το θερμόμετρο της θάλασσας κατέβει και το ψύχος παραταθεί για πολύ, ο δε βυθός γίνει χαρμάνι απ’ τα κύματα και την αναρρούσα, το αντιμάμαλο και τη ρεστία με λίγα λόγια, οι τσιπούρες θα αρεβάρουν.

Θα απομακρυνθούν απ’ τα γιαλό νερά αλλά σαφώς δεν θα ξενιτευτούν. Θεωρητικώς πάντα!

Οι τσιπουράδες οι ίδιοι πάλι, κάνουν μια τρίπλα στα δεδομένα και λένε πως ένα πέρασμα των ψαριών διεξάγεται την Άνοιξη κι άλλο ένα στις αρχές του Χειμώνα έως ότου τα νερά λεει παγώσουνε εντελώς κι έπειτα δρόμο για πιο βαθιά, ήσυχα και οξυγονωμένα στέκια.

Ρισπέκτ στους τσιπουράδες κι εγώ τα ίδια λεω και πράττω!

Πέραν της θεωρίας όμως, προσωπικά μου έχει τύχει πολλές φορές να πιάνω καλές τσιπούρες, τσιπουράκλες, σε άσχετα μέρη, εκτός τόπου και χρόνου, στοχεύοντας ένεκα εποχής σε άλλα ψάρια άσχετα. Τώρα αν αυτό ως συμβάν είναι ικανό να ανατρέψει την ψαράδικη πεπατημένη δεν το γνωρίζω. Τέλος πάντων εμείς οι ψαράδες δεν αργούμε να ξεπούμε ότι είπαμε και να το πούμε αλλιώτικα.

Βλέποντας και κάνοντας!

Συν τον χρόνο και λογαριάζοντας πάντα την συχνότητα των περιστατικών, θα αποδειχθεί αν μαζί με τις εποχές άλλαξαν και τα δεδομένα. Αν οι ψαράδικες θεωρίες είναι απλά για να λέγονται και στη φύση τα δρώμενα είναι άλλα ντι άλλων! Το ερώτημα είναι, αν περπατάνε όντως τσιπούρες εκτός τόπου και χρόνου και σε άσχετα μέρη απ’ τα συνηθισμένα τους, γιατί να μην περπατάνε και στους τσιπουρότοπους;

Επί τόπου στο τσιπουροτόπι.

Λεω λοιπόν και πιστεύω πως καλό θα ήτανε να μην αποκλείουμε τίποτα και τους τόπους που γνωρίζουμε πως κρατάνε τσιπούρες να τους επισκεπτόμαστε συχνότερα και εκτός εποχής.

Ποτέ δεν ξέρεις! Η θεωρία είναι θεωρία αλλά η πράξη καμία σχέση! Στο δια ταύτα. Ξεκίνημα διερευνητικό της νέας ψαρευτικής σεζόν. Τσιπουρότοπος και βράχια. Δεν ξεχνώ!

«Το φθινόπωρο τους είχα αλλάξει τα πετρέλαια σου λεω.».

«Μην πας θα σπάσεις τα μούτρα σου!»

«Θα πάω και συ λέγε ότι θες!»

Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης. Η συνήθης γνωστή περίοδος της τσιπούρας έχει τελειώσει προ μηνών. Ψάρια γιόκ γενικώς.

Ακόμα κι αν έβλεπες κάποια ή τα αισθανόσουν γύρω σου κάποιες βραδιές, άσχετα ψάρια όχι τις λεγάμενες, με τις μπαταρίες αφόρτιστες και ενέργεια μηδαμινή, δύσκολα έπαιρνες χτύπημα.

Λιακάδες με δόντια μπέρδευαν και μπερδεύουν χρόνια τους ψαράδες και τους ξεγελούν, πως τάχα πλέον τα ψάρια θα λιάζονται κι αυτά παρέα τους στα ρηχά και στο βεληνεκές των εργαλείων τους με το στόμα ορθάνοιχτο. Μπορεί και να λιάζονται, διόλου παράξενο. Όμως να μουντάρουνε δόλωμα το βλέπω κομμάτι δύσκολο. Κάτι σκούντηξε τον κορφιάτη και στο δευτερόλεπτο πριν φτάσω το καλάμι, ίσα που το λύγισε. Η πετονιά όταν πήγα κοντά ήτανε νέτα κρεμασμένη κάτω στο βράχο. Πήρα με το χέρι σιγά - σιγά τα μπόσικα στην ανέμη χωρίς να το σηκώσω και περίμενα. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο φωσφόρο που κατέβηκε ξανά μια στάλα εμπρός κι επανήλθε. Κάτι μένουλες χοντρές γαλαζοπράσινες φανερωνόντουσαν πυκνά συχνά τέτοιες ώρες με τέτοια κρύα και με το που χτύπαγαν την πόρτα, το μυαλό σου ταξίδευε όπου ήθελε.

Ο πεινασμένος λέει καρβέλια ονειρεύεται.

Μακάρι νάξερες ρε ψαρά μου τι είναι κοντά στο δόλωμα κάθε φορά που σκιρτά ο κορφιάτης ενός καλαμιού, κάθε φορά που η μισινέζα παιχνιδίζει στ’ ακροδάχτυλαρε, αλλά δυστυχώς δεν το ξέρεις. Τι πρέπει να κάνεις; Θα σου πρότεινα να μην κάνεις απολύτως τίποτα! Άλλωστε δεν έχεις να χάσεις και τίποτα περιμένοντας ακόμα λίγο. Αν είναι ψάρι με πράμα ανάμεσα στα σκέλια του, απ’ αυτά τα μοναχικά κι ακριβοθώρητα που ονειρεύεσαι κι επιθυμείς διακαώς, έτσι και κάνεις πως τραβάς, το χάλασες!

Αυτό είναι το μόνο σίγουρο!

Κράτει καλύτερα και κάνε πως δεν τόδες, πως δεν τόνοιωσες καν. Περίμενε. Έχε το νου σου και νάσαι έτοιμος και πανέτοιμος. Άλλωστε όπως κάνεις και συ διερευνητικά ψαρέματα εκτός εποχής, θεωρητικώς πάντα, έτσι διερευνητικά μπορεί να συμπεριφέρονται κι εκείνα, πως να το κάνουμε. Μην ξεχνάς πως τέτοιες άσχετες εποχές, θεωρητικώς πάντα, και με αδειανές τις μπαταρίες τους, θεωρητικώς επίσης, τα ψάρια δεν μουντέρνουνε.

Θεωρητικώς!

Φανάρια και προβολάκια σβηστά και τσιμουδιά. Άχνα! Αν είναι ψάρι ψάρακας, θα ξαναφανεί σύντομα και θα πιαστεί. Η θάλασσα ν’ ακούγεται μόνο αν κι αυτή ορισμένες φορές ζημιά κάνει. Μούχει τύχει νύχτα με μπουνάτσα φθινοπωρινή να τις έχω στρωμένες τις λεγάμενες μπροστά μου, και με το που μπουκάρισε αέρας κι έκανε φασαρία πάνω στα βράχια, τις έχασα. Κόκαλο, ούτε τσίμπος!

Η μεγάλη ιδίως τσιπούρα πιστεύω πως θέλει κάλμα!

Να έτσι λίγο κάτι να της φανεί παράξενο μέσ’ το σκοτάδι, το παράτησε το δόλωμα κι ας είναι το καλύτερο. Άλλη φορά πάλι με λαδιά και κάλμα μεγάλη, μου τις χάλασε ένα καίκι που πέρασε θορυβωδώς χαράματα να παει για τα δίχτυα. Μπορεί να μοιάζει υπερβολή μα καθένας λεει ότι λεει απ’ τις δικές του εμπειρίες. Εγώ το λοιπόν λέω πως το ψάρεμα της μεγάλης τσιπούρας θέλει ησυχία και απόλυτο σκοτάδι! Με το φεγγάρι όταν τα νερά είναι φωτεινά και βλέπεις ακόμα και συ μέσα τους, νομίζω πως βλέπουν και τα ψάρια το ίδιο καλά, μη σου πω και καλύτερα.

Όχι μονάχα όταν κυνηγάς τέτοια ψάρια μυστήρια. Το ψάρεμα γενικώς λεω, μα ειδικά για τις τσιπούρες, ένας λόγος παραπάνω. Μπορεί βέβαια αυτό το χτύπημα πούδες τελικά νάτανε ή μένουλα ή βαρβάτη ή το μουσμούλι, ο σπάρος ή το τζερουλί το άχρηστο το πλάσμα του κρύου, που το ξέρεις; Κανείς δεν ξέρει τίποτα και θα φανεί μοναχά στην νεκροψία. Τις περισσότερες φορές έτσι γίνεται πάντως. Εσύ παρόλαυτά δεν έχεις να χάσεις τίποτα περιμένοντας να κάνει εκείνο την πρώτη κίνηση και πολύ πιθανόν την τελευταία του.

Πόσες φορές αμέτρητες είναι που σκέφτεσαι τα χίλια μύρια και περιμένεις και περιμένεις και περιμένεις, αλληθωρίζοντας πλάι στον κορφιάτη του καλαμιού σου και μετά από ώρα βγάζεις έξω τη δολωσιά και βρίσκεις πράγματι πάνω της καρφωμένο το τζερουλί που λέγαμε;

Σιχτίρ σκατόψαρο!

Πόσες όμως πάλι φορές το δόλωμα έρχεται έξω απείραχτο εντελώς και καταλαβαίνεις πως ίσως βιάστηκες κι έπρεπε να περιμένεις ακόμα λίγο; Άμα είσαι απ’ έξω με μια πετονιά στο χέρι η με το καλάμι σου στημένο, δε ξέρεις τίποτα φίλε. Απλά περιμένεις. Όμως και το να περιμένεις καρτερικά, ακίνητος και ψυχρόαιμος, μαστοριά είναι μη νομίζεις. Δεν είναι εύκολο να τα καταφέρεις να κρατηθείς αμέτοχος την ώρα που πιθανόν το μεγάλο ψάρι προσπαθεί να διερευνήσει επιφυλακτικά το δόλωμα μοιάζοντας σπάρος! Μια τόση δα σημαντική στιγμή είναι το ψάρεμα κι όλη μαζί η ψαροσύνη ελάχιστα λεπτά. Μπορεί νάσαι ώρες ατέλειωτες στην αναμονή άπραγος και σε πέντε λεπτά μέσα να γίνεις ήρωας!

Νάτηνε η πεντάμορφη κορωνάτη.

Στάθηκε πλάι στη δολωσιά με ορθάνοιχτα τα θωρακικά και το ραχιαίο της ανασηκωμένο. Η φέρμα της δήλωνε ετοιμότητα. Εσύ έξω πέρα βρέχει. Δεν είχες πάρει είδηση και ήταν απολύτως φυσιολογικό! Ούτε τσιμπιά!

Δεν έχει ψάρια απόψε! Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. Η κυρία γυρόφερνε τον απόλυτο μεζέ και ήταν ολομόναχη. Ούτε λιανό, ούτε φώτα να την ενοχλούν, ούτε φασαρίες, η θάλασσα λάδι και σκοτάδι πίσσα. Ακριβώς όπως γουστάρει να σουλατσάρει στους τόπους της. Εσύ απ’ έξω σιχτίριζες την κωλοβραδιά και την ανεψαριά σου! Έβαλε κοντά την κεφάλα της σε απόσταση αναπνοής απ’ τις φονικές αρπαγές των αγκιστριών. Είδηση εσύ!

Τις έβλεπε να γυαλιστροκοπάνε κι έμενε εκεί πλάι τους ακίνητη. Κάτι δεν της άρεσε. Κάτι όμως πίσω απ’ το καλοτροχισμένο ατσάλι που καραδοκούσε για ένα μοιραίο άγγιγμα υπήρχε κάτι που τις άρεσε πάρα πολύ. Έκανε πίσω αργά, τόφερε μια βόλτα το δόλωμα και ξανάκατσε μια ανάσα κοντά του. Το σκούντηξε με το κούτελο και το λογάριασε και συ επιτέλους πήρες ένα χτύπημα ψεύτικο στον κορφιάτη του καλαμιού.

Ίσα – ίσα που τόδες.

Αν είχες σκύψει ν’ ανάψεις τσιγάρο δεν θάχες πάρει χαμπάρι τίποτα. Άνοιξε λίγο τα καπάνια της να το υπολογίσει αν θα τόκανε μια χαψιά. Χορταστικότατο. Σα να της έτρεξαν τα σάλια! Αυτό που την έκανε να παραλογίζεται και να επισκιάζει το ένστικτο της επιβίωσης, ήτανε αυτή η μυρουδιά που της έσπαγε τα ρουθούνια.Αλλιώς πως θα τόχε παρατήσει εδώ και ώρα.

Κάτι δεν της άρεσε.

Ο λολός ο θανατερός.

Τα τζιέρια του χταποδιού μοσχομύριζαν φρεσκάδα και ταυτόχρονα βρωμούσαν μπαρούτι. Μακάρι νάξερε τι της βρώμαγε αλλά δεν ήξερε. Έκανε με την όπισθεν λικνίζοντας τα μεγάλα της πτερύγια και συνοφρυώθηκε. Τόχε πάρει απόφαση. Ακόμα μια δοκιμή τελευταία.

Με μια απότομη γυροβολιά το βάρεσε δυνατά με την ουρά της και συ τώρα πετάχτηκες ολόρθος με τα μάτια ορθάνοιχτα. Αμάν!

Αυτή τη φορά πήρες χτύπημα γνώριμο, κοφτό και βίαιο! Δεν μπορούσε νάναι τίποτα άλλο παρά η λεγάμενη. Πάρτο μαρσί ρουφιάνα! Σε τρώγαν τα χέρια σου παρολαυτά έμεινες ακίνητος κοιτώντας επίμονα το φώσφορο. Το δόλωμα ανασηκώθηκε άψυχο και ξανάκατσε στην άμμο, αφήνοντας διακριτικά λίγη θολούρα απ’ τη μελανοκύστη πούταν επιτηδευμένα τρυπημένη τόσο όσο. Άστραψε το μάτι της!

Τώρα της έμοιαζε πιο ακίνδυνο και πιο λαχταριστό. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως τόχε του χεριού της. Ήτανε πεινασμένη, χωρίς σταλιά ενέργεια κι αυτά τα ολόφρεσκα γλυκάδια μια ανάσα απ’ το στόμα της την τρέλαιναν! Ακόμα ένα κοφτό κατέβασμα δυνατότερο και το βούτηξε! Τόβαλε μονοχαψιά στο στόμα της, τα δόντια της το μάσησαν κι αυτή η απίθανη γεύση στον ουρανίσκο της την απογείωσε. Τ’ αγκίστρια χώθηκαν και τη σούβλισαν. Τα δευτερόλεπτα κύλησαν αστραπιαία κι η ψαροσύνη κίνησε απ’ την απόλυτη ηρεμία στη μέγιστη εγρήγορση.

Ψάρι ήτανε αλλά τι ψάρι;

Έσφιξα τα φρένα, τράβηξα πίσω το καλάμι με δύναμη και αγαντάρισε εμπρός βάζοντας επίμονα το κεφάλι της χαμηλά. Τσιπούρα! Έβαλε όλα της τα κουράγια κι αντιστάθηκε.

Δύναμη!

Περισσότερο ήταν το φορτίο της και η τρομάρα μου μπας και τ’ αγκίστρια δεν την είχανε πάρει καλά, παρά η κόντρα πούβαζε. Έδωσε μια φευγάλα γερή κι ακόμα μιά υστερότερα και μετά ακολούθησε ως έξω χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Το ύστατο κεφάλι της δυστροπώντας πριν την απόχη, έμοιαζε παιχνιδάκι.

Παίζουν ρόλο τελικά οι εποχές ή όχι;

Θεωρητικώς ναι, πρακτικώς όμως βράσε όριζα! Το μόνο σίγουρο είναι πως τα ψάρια δεν πάνε με τις εποχές και οι ανθρώπινες κάψες ποσώς τα ενδιαφέρουν. Τις δε ψαράδικες θεωρίες και τους απαράβατους κανόνες μας τους έχουν παντελώς χεσμένους και γραμμένους στα παλαιότερα των υποδημάτων τους! Το βιολογικό τους ρολόι σκιρτά βάση των δικών τους δεδομένων και κατά πάσα πιθανότητα βάση θερμοκρασιών, όπως η αμυγδαλιά που λέγαμε παραπάνω.

Αυτήν που άνθισε λέω εκτός εποχής και την έφαγε λάχανο ο Μάρτης! Τα κορωνάτα προσεγγίζουνε τα τσιπουροτόπια τους, το τσίμπαλο το περιβόητο, την καθαρή την άμμο, τα βοτσαλάκια με την αραιή βλάστηση και το τριφυλλάκι, την τραγανίτσα με τους πλούσιους βενθικούς οργανισμούς, για λόγους καθαρά διατροφικούς και αναπαραγωγικούς. Εκεί θα τα αναζητήσεις. Πουθενά αλλού! Θεωρητικώς! Έρχονται ν’ αποχύσουνε τ’ αυγά τους και να καλοθραφούν πριν απομακρυνθούν σε νερά βαθύτερα κι ασφαλέστερα θερμοκρασιών.

Πάλι θεωρητικώς! Τώρα πότε ακριβώς είναι αυτή η περίοδος και τα ρέστα τα γνωστά των ψαράδων για το που και το πότε, πιστεύω πως έχει να κάνει καθαρά με την θερμοκρασία της θάλασσας.

Οι γηραιότεροι είναι περισσότερο απόλυτοι.

«Στις εικοσιδυό του Δεκέμβρη θα βγάλει το γρέγο και απ’ τις δεκαεννιά οι τσιπούρες θα τόχουν το ταξίδι κανονισμένο τέρμα και τελείωσε νέος!»

«Και που το ξέρουν ρε μάστορα αυτό που λες οι τσιπούρες, μετεωρολογικό δελτίο έχουνε;».

«Το ξέρουν και σώπαινε! Πορεύσου και μη λες πολλά – πολλά. Όπως τα ζωντανά πάνω στη γη διαισθάνονται τις ανακατωσούρες και τις αλλαγές του καιρού έτσι το γνωρίζουν και τα ψάρια της θάλασσας και μη μιλάς.»

Οι απεριόριστες ενστικτώδεις δυνάμεις τους έλεγε ο Κώστας, τα καθιστούν ικανά να προβλέπουν τον ερχομό της καταιγίδας, του πουνέντι, του σορόκου, του Γαρμπή και των άλλων αγέρηδων και φαινομένων. Μέχρι και τον ερχομό του σεισμού λέει νοιώθουνε. Υπολογίζουν τα ρέματα επακριβώς και γνωρίζουνε τους κατάπλυμους και τις άμπωτες απόξω κι ανακατωτά. Αυτά εν ολίγοις και συνοπτικά αναφέρει η θεωρία κι αυτά ακολουθούν οι περισσότεροι τσιπουράδες, συνδυάζοντας τα με τις προσωπικές τους εμπειρίες ώστε να καταλήξουν σε συμπεράσματα και να πράξουν αναλόγως.

Πρέπει βέβαια να γνωρίζεις και τους τόπους που τα καλούν τα ψάρια και αυτό συνήθως δεν χαρίζεται. Και δεν χαρίζεται γιατί όταν ανιδιοτελώς χαρίζεται, χαλιέται και δεν εκτιμάτε. Προσωπικά ποτέ δεν λησμονώ τα τσιπουροτόπια μου και ποτέ δεν κλείνω πόρτες. Άλλωστε στο ψάρεμα σιγουράκια για να ποντάρεις δεν υπάρχουνε.

Πιστεύω ακράδαντα στα ψάρια φαντάσματα και στις μεγάλες εκπλήξεις. Πιστεύω στην τύχη. Με συνεπαίρνει η μαγεία του απρόσμενου. Βασίζομαι στις προσωπικές μου εμπειρίες και φυσικά συνδυάζοντάς τις με τις εμπειρίες και εξομολογήσεις άλλων ψαράδων που ανήκουν στον στενό μου κύκλο και μπορώ να πιστεύω τα μισά απ’ αυτά που μου λένε, πορεύομαι και πράττω αναλόγως. Η παρατήρηση της συμπεριφοράς τέτοιων αξιόλογων ψαριών, στο πως ανταποκρίνονται στο δόλωμα και πως ακριβώς φανερώνονται στις πετονιές, σε σχέση με τη θερμοκρασία της θάλασσας, είναι καταλυτική. Αν είσαι ψάρι κι έχεις περίσσευμα αποθηκευμένη ενέργεια, μπορείς άνετα να σπαταλήσεις όση θες ανά πάσα στιγμή.

Είναι εποχές που οι τσιπούρες είναι φουλ στις αδρεναλίνες και δε λογαριάζουνε τίποτα. Σούρτα φέρτα και τσαμπουκάδες. Μουντέρνουνε μέσα σ’ όλα απροειδοποίητα και σε κοψωχολιάζουνε. Γουφάρια σκέτα! Όταν τα νερά είναι ζεστά και τα κορωνάτα όπως όλα τα ψάρια, ξεχειλίζουν ενέργεια, το χτύπημά τους είναι άμεσο, βίαιο και χαρακτηριστικό. Δύσκολο να μην ξεχωρίσεις μια τσιπούρα σε ίστρο. Κι όμως μερικές φορές επειδή συνήθως ψαρεύουμε άλλα ντι άλλων, ιδίως εποχές που τα ψαροτόπια είναι ζωντανά, είναι πανεύκολο να μας ξεγελάσει.

Στο διαταύτα.

Λαβρακοτόπια κι ο κολιός τον Αύγουστο και το καούνι μέγιστο. Κάτι με τα λαβράκια χαζοπάλευα σ’ ένα λιμάνι θυμάμαι εκείνο το βράδυ και το μυαλό μου έτρεχε σε δαύτα. Τσιπούρες και λιμάνια θεωρητικώς δεν ταιρίαζουνε οπότε πέρα βρέχει! Είχα ξαπλωμένα κάτω δυο καλαμάκια με τους ντενεκέδες τους μπροστά στις κορφές και ήμουνα στην μπρίζα πότε θα τραβήξει και πότε θα τραβήξει. Ήταν εκεί δηλαδή τα ψάρια, δε τα περίμενα. Τάχα σίγουρα. Χαράματα ήτανε.Δίνει μια ρε φίλε και το πέταξε το ντενεκέδι το πήγε πέντε μέτρα στη θάλασσα!

Λαχτάρησα!

Το δε καλάμι το δίπλωσε πάνω στη μπίντα λες κι ήτανε φτιαγμένο από λάστιχο. Έτσι και δεν έπιανα τη μισινέζα στα χέρια να το λευτερώσω, μπορεί και να τόσπαγε, τέτοια δύναμη το κωλόψαρο! Μωρέ τέτοιος λάβρακας θάτανε απ’ τους λίγους σκέφτηκα! Το καλάμι φερμάρισε μπρος και τα φρένα σφυρίξανε κλέφτικα! Έπεσε με όση δύναμη και φευγάλα είχε θαρρείς απάνω στη δολωσιά και συνέχισε να φεύγει βολίδα. Τρένο! Ούτε γουφάρι νάτανε τέτοιο τράβηγμα, αλλά έτσι και ήτανε τέτοιο που μελέτησα, θα τάχε κάνει όλα μπίλιες, οπότε μάλλον λαβράκι ήτανε σιγουρεμένο.

Εντέλει το λαβράκι μας βγήκε σε μουλάρα καλοκαιρινή και ψάρακας αξιομνημόνευτος. Μωρέ δεν ήξερε κατά πού να κάνει η ρουφιάνα. Έτσι και τάχε πάρει στο στόμα θάχαμε προβλήματα! Αν έχεις τύχει διάβαινε λέει! Τα πρώτα λεπτά έμεινα ακίνητος τραβώντας κούφιες μανιβελιές ασταμάτητα και αγαντάροντας πίσω συχνά πυκνά να της κόψω δρόμο. Ναι, πρόσεχε! Με τέτοια εργαλεία δεν μπορείς να κάνεις και πολλά - πολλά!

Ας όψονται τα λαβράκια και ο τόπος ο άσχετος.

«Μα στο λιμάνι ρε φίλε;»

«Ναι μωρέ σου λεω, τράβα ρώτα τη άμα δεν πιστεύεις!»

Έπρεπε να την αδυνατίσω να μούρθει βολικά στα μεσόνερα, μακριά απ' τις φυκιάδες που καραδοκούσανε κοφτερές σα λεπίδια. Να τελειώνω μαζί της μια ώρα αρχύτερα γιατί δεν ήτανε νάχεις και πολύ - πολύ εμπιστοσύνη. Της αρέσει κι αυτηνής πολύ ότα βλέπει τα σκούρα να παραχώνεται μη σκας κι έχει καεί η γούνα μου αρκετές φορές. Έβαλε πορεία ακόμα ανοιχτότερα στο βαθύ έξω απ’ τη μπούκα του λιμανιού και την ακολούθησα δίνοντας πετονιά όση ζήταγε. Αργούσε πολύ κι κεφαλή της χτυπούσε απειλητικά στο βυθό και κάθε τόσο ζητούσε κι έπαιρνε οργιές. Αυτή η δουλειά πήρε κάμποσο. Ήταν καλοπιασμένη και η αρματωσιά ευτυχώς προφυλαγμένη μακριά απ’ τα καπάνια της, στα χείλια και παραέξω. Έτσι και είναι μεγάλο το κορωνάτο έχει δύναμη στις μασέλες μεγάλη. Δάχτυλο μην ξεγελαστείς να βάλεις πίσω δε το παίρνεις.

Πόσο άλλωστε τ’ αγκίστρια, τα τσαλάκωσε για πλάκα! Καταπληκτικό ψάρι κι αναπάντεχο. Το χέρι μου έψαξε στα τυφλά την απόχη. Πάνω απ’ το καίκι το τσούρμο τα σαΐνια που τίναζαν το δίχτυ την είδανε κι άρχισαν να της τραγουδάνε.

«...έλα στον παππού, έλα στον παππού!»

Άχρηστα παιδιά! Τάκανε όμως ο παππούς τα καλόπαιδα και γυαλιστήκανε καλά κι όταν την έχωσε στην απόχη έπεσε το χειροκρότημα βροχή! Όλο το κεφάλι της έμοιαζε θαρρείς χρωματισμένο σα ψέματα. Σπάνιο ψάρι σε τέτοιο μέρος και ιδίως τέτοια εποχή με τέτοιες ζέστες. Το μάτι της το πελαγικό με το γιορντάνι το μπρούτζινο περίγυρα σα κορνίζα χρυσοκέντητη σε πίνακα και ζωγραφιά θαλασσινή, κοίταξε κι έφερε βόλτα σαν αθρώπινο. Ήταν πανέμορφη! Λίγη ώρα μετά, βάρεσε κι άλλη! Το άλλο το βράδυ κιόλας βρέθηκα να τις αναζητάω στον τσιπουρότοπο με τα κατάλληλα εργαλεία και δολώματα που της αρέσουνε. Αν έχει στο κωλολίμανο τέτοια λέσα φαντάσου ψαρόγιαννε στο τσιπουροτόπι τι θα γίνεται;

Μωρέ ούτε τσιμπιά σου λεω, τζάμπα το ξενύχτι κι ερημιά!

Θεωρητικώς η τσιπούρα είναι πανέξυπνη.

Ανάλογα τις θερμοκρασίες του υγρού στοιχείου που τα περιβάλει, τα ψάρια αντιδρούν διαφορετικά. Συλλέγεις χρόνο με τον χρόνο τις εμπειρίες από τις εξορμήσεις σου και πορεύεσαι. Η τσιπούρα εφαρμόζει διάφορες τεχνικές - συνήθειες για να γλιτώσει.

Θες δεν θες ψαρεύοντάς την θα τις μάθεις. Πολλές φορές, όταν βαρέσει κατακούτελα κι άφοβα απάνω στην αρματωσιά και την αγαντάρεις, βάζει ένα σκορτσάρισμα γερό κι αμέσως αντίθετη πορεία προς το μέρος της δύναμης που την αντιστέκεται. Άλλες πάλι φορές πιάνετε από μονάχη της επιπόλαια καθώς περιεργάζεται τη δολωσιά και με το που νοιώσει πως κάτι στράβωσε ή έστω την παραμικρή αντίσταση, αντί να κάνει προς τα μέσα να λυγίσει το καλάμι, τυχαίνει να κολυμπήσει παράλληλα με την ακτή ή προς τα έξω και να ησυχάσει κάπου εκεί στο ρηχό κοντά σου. Αν έχεις το νου σου και δεις το καλάμι να σαλεύει κι αμέσως μετά δεις μπόσικα καλή ώρα όπως κάνει ο κέφαλος, έχει καλώς.

Διαφορετικά θα κάνει τη μάνα μαλλιά κουβάρια απ’ τα σούρτα φέρτα κι όταν αξιωθείς να την ψαρέψεις θάναι ήδη αργά. Έχουν χαθεί τέτοια ψάρια ένα σωρό, με τ’ αγκίστρια καρφωμένα στα μούτρα και είναι αμαρτία μεγάλη. Να το ξεγελάς επιμένοντας ώρες ατέλειωτες και να το χάνεις έτσι άδοξα! Θα μου πεις και τι να κάνεις; Υπομονή θέλει, όχι κόπο. Έτσι και σου τύχει τέλος πάντων και το ψάρι σκαλώσει για τον άλφα ή βήτα λόγο, πάρε όσα μπόσικα μπορείς ήσυχα κι άστο το καλάμι στημένο.

Κάπου εκεί κοντά είναι πιασμένη κι όσο δε νοιώθει αντίσταση θα ξεθαρρέψει πάλι και θα πάρει δρόμο για μέσα ακολουθώντας συνήθως την ίδια διαδρομή μ’ αυτήνα που γιάλωσε. Τόση ώρα υπομονή έκανες να την φέρεις κοντά στ’ αγκίστρια σου, δώστης απ’ το χρόνο σου ακόμα λίγο και δε θα το μετανιώσεις. Τα περισσότερα ψάρια χάνονται καθώς ο ψαράς μεταλλάσσεται ξάφνου, ως εκ θαύματος, απ’ τη μεγάλη μαστοροσύνη στην απόλυτη ατζαμοσύνη. Βιάζεται. Βιάζεται πολύ!

Παρατηρείς κάποιον να ψαρεύει, το πως δολώνει, τα εργαλεία του, το παρουσιαστικό του, την επιτηδευμένη σιωπή του, την οργάνωσή του γενικότερα και σου εμπνέει τη μαστοριά του έντονη. Ε, στο λεπτό τον ίδιο άνθρωπο τον βλέπεις να τραβάει με το καλάμι λες και τινάζει τίποτα καρύδια, λες και σέρνει κανά γίδι απ’ τα κέρατα!

«Στάσου βρε Χριστιανέ πιασμένο είναι, πως κάνεις έτσι; Δικό σου είναι, δε θα στο πάρει κανένας! Θα το χάσεις και θα τραβάς τα μαλλιά σου.»

Και μες την ώρα ακούς ένα τσάαακ ανατριχιαστικό και τον βλέπεις να μένει εκεί στήλη άλατος βρίζοντας μ’ ένα καλάμι τσακισμένο ή το λιγότερο με μια πετονιά κομμένη κι ένα ψάρι αδικοχαμένο! Και κάθεσαι και σκέφτεσαι τι μπορεί να άλλαξε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη; Μύγα τον τσίμπησε;

Μια τόση δα μικρή στιγμή.

Όλο το ψάρεμα αν το καλοσκεφτείς είναι μοναχά μια τόση δα στιγμή! Είναι φυσικά όλα αυτά τα πριν απ’ αυτή τη μοναδική στιγμή, η οργάνωση, η λαχτάρα, η επιλογή του τόπου, το δόλωμα, το πότε, το πως, η υπομονή, το ταμάχι σου το μεγάλο, μα πρώτ’ απ’ όλα, είναι αυτή η τόση δα στιγμή που θα κρίνει την έκβαση της ψαροσύνης. Όλα μα όλα είναι παρελκόμενα αυτής της τόσης δα, μοναδικής στιγμής. Μπορεί την κατάλληλη αυτή στιγμή, όλα αυτά να γίνουν το απόλυτο εργαλείο στα χέρια σου και να νικήσουν το ψάρι σου το μονάκριβο και μπορεί πάλι όλα αυτά αντίθετα, να φανούν άχρηστα και άσκοπα.

Αν δεν αντιδράσεις σωστά και σοφά την ώρα και τη στιγμή που σε καλεί το ψάρι, τι να τα κάνεις τα εργαλεία και τι να την κάνεις την οργάνωση; Άσκοπα είναι όλα κι άχρηστα!

Χαμηλές θερμοκρασίες και υψηλές της ιδιοτροπίες.

Όταν τα νερά είναι μπούζι παγωμένα και οι μπαταρίες της μεγάλης κυρίας έχουν ξεφορτιστεί, γίνεται μίζερη, δύστροπη και επιφυλακτική. Θεωρητικώς πάντα! Τότε θέλει άλλους χειρισμούς. Αρκεί βέβαια να ξέρεις τι περιμένεις και νάσαι άκρως υποψιασμένος ανά πάσα στιγμή. Όταν πέφτει μέσα σ’ όλα και δε λογαριάζει τίποτα, βάρα και συ στο ψαχνό και δώστης να καταλάβει ποιος κάνει το κουμάντο. Αρκεί νάχεις εργαλεία βέβαια να την υποτάξουνε όση και νάναι. Η τσιπούρα σίγουρα δεν είναι απ’ τα πιο προβλέψιμα ψάρια. Η μεγάλη τσιπούρα ένας λόγος παραπάνω. Όσο πιο μοναχική γίνεται μεγαλώνοντας, τόσο περισσότερο παραξενεύει και γίνεται δυσκολότερη.

Είναι ιδιότροπη στο τι τρώει, πότε το τρώει, πως το προσεγγίζει για να το φάει και υπό ποίες συνθήκες. Σίγουρα υπάρχουν τόποι που η γεωγραφική τους θέση και ο προσανατολισμός τους, πληρούν τις ιδανικές προϋποθέσεις που θεωρητικώς δικαιολογούν την παρουσία τέτοιων μοναχικών μεγάλων ψαριών, ακόμα και σε περιόδους, που θεωρητικώς πάντα, είναι στείρες.

Για παράδειγμα ο Νότιος και ο Βόρειος Ευβοικός. Η Ανατολική και η Δυτική πλευρά της Εύβοιας. Τόση μεγάλη διαφορά συμπεριφοράς, όση η μέρα με τη νύχτα. Από δω κρύα τα νερά και φουρτούνες του Αιγαίου κι από κει λιμνοστάσι και θερμοσίφωνο. Χειμώνα Καλοκαίρι. Βρέξει χιονίσει!

Οι κλιματολογικές συνθήκες αλλάζουν και στο κατόπι τους αλλάζουν και οι θερμοκρασίες της θάλασσας. Η τράπουλα ξαναμοιράζεται και οι όροι του παιχνιδιού αλλάζουν. Ότι τροποποιείται και αλλάζει σε σχέση με αυτά που γνωρίζουμε και θεωρούμε πανάκεια, μας φαίνεται παράξενο και μας βγάζει απ’ τα νερά μας. Δεν ξέρουμε πως να το εξηγήσουμε και το ανεξήγητο είθισται να μας ενοχλεί και να μας βγάζει απ’ τα νερά μας.

Στο ψάρεμα δεν υπάρχουν κανόνες και τα ψάρια σίγουρα δεν βρίσκονται τυχαία εκτός τόπου και χρόνου. Νομίζω είναι εκεί που πρέπει, όταν πρέπει!

Τα δεδομένα αλλάζουν και τα ψάρια αλλάζουν συνήθειες. Γιατί όχι και οι τσιπούρες!;

Εμείς οι άνθρωποι έχουμε μυαλό, θεωρητικώς, έχουμε όμως και τα μετεωρολογικά ρεπόρτα και την επιστήμη που μας οδηγούνε και μας προειδοποιούν για τα πάντα και μέσες άκρες είμαστε προετοιμασμένοι για παν ενδεχόμενο. Μέσες άκρες όμως! Καιρός είναι μπατάρει από ώρα σε ώρα και λογαριαμό δε δίνει σε κανέναν. Παλαιότερα είχαμε τα ένστικτά μας και σ’ αυτά δίναμε βάση κρίνοντας τι συνέβει πέρσι πούχε τα πολλά τα κρύα το χειμώνα και παρά πρόπερσι πούτανε ο χειμώνας μέλι.Πάλι μέσες άκρες βέβαια γινότανε η δουλειά, αλλά γινότανε και τα μερομήνια καλά κρατούν ακόμα και τώρα.

Σήμερα όμως ένστικτα γιόκ. Κυρίως ο άνθρωπος της πόλης έχασε σχεδόν όλες τις πρωτογενείς του δυνάμεις. Τα ζωντανά όμως της γης, η έμβια ενάλια και λιμναία ζωή, διατηρούν το μεγαλείο των δυνάμεων αυτών και πορεύονται επακριβώς. Όχι μέσες άκρες.

Αν κατανοήσουμε αυτό το τόσο απλό, ίσως πάψουμε να στύβουμε το μυαλό μας πολύ - πολύ και ίσως αφήσουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά της χωρίς την δική μας ενοχλητική παρέμβαση.

ΚατηγορίαΤΕΧΝΙΚΗ
Print
Back To Top