Η Τεχνική του ψαρέματος Bolognese
Είναι μία τεχνική που βασίζεται σε πολύ λεπτά εργαλεία. Γίνεται από λιμάνια ή από βράχια σαν το απικό, με τη διαφορά ότι στο καλάμι μας υπάρχει και μηχανισμός, για να μπορέσουμε να χειριστούμε καλύτερα ένα μεγάλο ψάρι, που μπορεί να έχει πιαστεί.
Μεγάλες τσιπούρες γιαλό, χειμώνα, καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο! Μύθος ή πραγματικότητα; Μακάρι νάξερα. Αυτό που ξέρω καλά είναι πως οι εποχές άλλαξαν, γιατί όχι και τα ψάρια ρότα και συνήθειες! Βλέπεις φέτος ένα χειμώνα να σε γονατίζει και του χρόνου νέτα κι από Χριστούγεννα καλοκαίρι!
Πριν πάμε παρακάτω όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ως θαλάσσιο ρεύμα ορίζεται κάθε συνεχής κίνηση του θαλασσινού νερού προς την ίδια κατεύθυνση εντός μιας συγκεκριμένης περιοχής της θάλασσας. Πρόκειται για ένα πολύ συχνό φαινόμενο το οποίο προκαλείται από δυνάμεις που δρουν επί της μέσης ροής του υδάτινου όγκου, όπως το «σπάσιμο» των κυμάτων, ο άνεμος, η βαρύτητα, η διαφορά θερμοκρασίας και οι μεταβολές της πυκνότητας του θαλασσινού νερού λόγω της εξάτμισης και μεταβολής της αλμυρότητας. Βέβαια υπάρχει και η εκδοχή ώπου οι παλίρροιες δημιουργούν παροδικά περιοδικώς εναλλασσόμενα ρεύματα, τα λεγόμενα παλιρροϊκά τα οποία προκαλούνται από τις έλξεις της Σελήνης και του Ηλίου.
Το «νησί του ήλιου» η Ρόδος, όπως φυσικά και όλα τα υπόλοιπα μικρά νησιά της Δωδεκανήσου, διαθέτουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσδίδουν μια διαφορετική και ασυνήθιστη καλοκαιρινή αίγλη. Οι δεκάδες οργανωμένες παραλίες και οι άλλες τόσες απόμερες και ερημικές, δημιουργούν πόλο έλξης τόσο για ρομαντικούς παραθεριστές, όσο και για ασυμβίβαστους ψαράδες που αναζητούν κάθε τόσο νέες ψαρευτικές περιπέτειες. Άσχετα λοιπόν με το ψαρευτικό γούστο… και την περίπτωση του καθενός, το σίγουρο είναι ότι αυτός που αποφασίζει να πάει για καλοκαιρινές διακοπές στη Ρόδο, παίρνοντας μαζί τα ψαρικά του, θα ανταμειφθεί δεόντως ανακαλύπτοντας εξαιρετικούς και πρόσφορους ψαρότοπους.
Έτσι και δεν το κατέχεις το σβουρίζειν, δεν είναι ν’ ανακατεύεσαι με το άθλημα σε γρήγορα ψάρια! Με τους χαλβάδες είναι εύκολο αλλά τα αεικίνητα θέλουνε σβελτάδα κι απλωτές χεριές. Σε κάθε γοργό κεφάλι του η μισινέζα τέντωνε και τίναζε από πάνω της το νερό λες και ζωντάνευε.
Λάου – λάου θέλει Γιαννάκο μου και πάρε δώσε.
Το σκαρί του. Σήμερα που κάθε χωρίο έχει το λιμανάκι του και οι λιμενοβραχίονες έγιναν αεροδιάδρομοι, οι λαβρακάδες έπαψαν να το ψάχνουνε εκεί που τόβρισκαν. Στο λιμάνι, μα έξω απ’ αυτό, στον κάβο ακόμα περισσότερο μα και στην αφρουδιά της πέτρας, στη σκιά των βράχων ή όπου αλλού θες, το λαβράκι θα κυνηγήσει για να φαει. Τσιφλικάς μεν και λιμανοφύλακας αλλά η αλητεία – αλητεία, να τα λέμε κι αυτά. Το ψαροτόπι που θα βγάλεις λαβράκια να ξέρεις έχει κάτι ιδιαίτερο.