Λούτσος

Ο λούτσος (Sphyraena sphyraena) είναι θαλάσσιο αρπακτικό και από τα πιο γρήγορα αφρόψαρα των ελληνικών θαλασσών.

Ο λούτσος είναι κομψό ψάρι με σώμα μακρύ σαν της ζαργάνας αλλά πιο κυλινδρικό και με χρώμα στην ράχη γκρίζο και στην κοιλιά του λευκό. Το βάρος του στα ελληνικά νερά δεν ξεπερνά τα 4-5 κιλά και σε μήκος φτάνει το 1.5 μέτρο.


Πολλάγκιστρα και Λαβρακομάνες (2ο Μέρος) Έτσι τα χρόνια πέρασαν και τα μεγάλα λαβράκια ξεχάστηκαν.

Του Γιάννη Παπαθανασίου

Πολλάγκιστρα και Λαβρακομάνες (2ο Μέρος)  Έτσι τα χρόνια πέρασαν και τα μεγάλα λαβράκια ξεχάστηκαν.

Ακόμα και οι λαβρακάδες τόριξαν αλλού γι’ αλλού να βγάλουνε κανά ψάρι για το σπίτι. Καλό το ταμάχι με ένα είδος, αλλά άμα πέσει και η βαριά η λιγούρα εδώ που τα λέμε, τους τραβάς και μια μούτζα κι από κει πήγαν κι άλλοι!

Στην ακτή το λαβράκι ησύχασε και βρήκε την υγειά του.

Σήμερα ιδίως που μπασταρδέυτηκε και μαγαριστήκανε, οι καθαρόαιμοι λαβρακάδες ξεχάσανε αυτήν την απαλή γλυκύτατη γεύση της σάρκας του καθαρόαιμου. Τ’ ατίθασα κεφαλώματά του. Το μέγεθός του.

Το σκαρί του. Σήμερα που κάθε χωρίο έχει το λιμανάκι του και οι λιμενοβραχίονες έγιναν αεροδιάδρομοι, οι λαβρακάδες έπαψαν να το ψάχνουνε εκεί που τόβρισκαν. Στο λιμάνι, μα έξω απ’ αυτό, στον κάβο ακόμα περισσότερο μα και στην αφρουδιά της πέτρας, στη σκιά των βράχων ή όπου αλλού θες, το λαβράκι θα κυνηγήσει για να φαει. Τσιφλικάς μεν και λιμανοφύλακας αλλά η αλητεία – αλητεία, να τα λέμε κι αυτά. Το ψαροτόπι που θα βγάλεις λαβράκια να ξέρεις έχει κάτι ιδιαίτερο.

Το σημάδι λέω, όχι το πέρασμα, σήμερά τάβρα κάπου, αύριο τρέχα γύρευτα!

Ο τόπος που τα κρατάει, ο λαβρακότοπος, κάτι έχει που τα καλεί.

Τα βολεύει στη δουλειά τους! Και ποιά είναι η δουλειά τους; Το κυνήγι.

Αυτός ο τόπος έχει καρτέρια! Σημάδια!

Έχει ρεμέτζα, έχει μπουντούκια διάσπαρτα με διαδρόμους ανάμεσά τους καθαρούς, έχει σκαλιά ψηλά φτιαγμένα απ’ τη ρεστία, έχει σηκώματα, έχει μονόπετρα και πλάκες. Εκεί θα καρτερέψει το ψάρι όταν βρεθεί στον ίστρο του και σύρει για μάσα. Σε όλα αυτά τα σημάδια που είπα στην τύχη παραπάνω, μηδενός εξαιρουμένου, μαζεύονται και κλωθογυρνούν μικρόψαρα.

Πέρκες, γωβιοί, περλέδες, γιούλια και σπάρια, αθερινά, ζαργανόπουλα, λουτσάκια, καλογριές, μουσμούλια και μενουλοτζέρουλες. Ε εκεί θα βρεις και τον λάβρακα αγαπητέ ψαρά. Την ισιάδα και το φανό απ’ άκρια σ’ άκρη δεν το θέλει. Θα μου πεις τώρα ρώτησες εσύ κανά λαβράκι και στάπε ετούτα που λες; Eμπειρικά το λεω μωρέ και γνωρίζοντας τους τόπους μου απ’ όξω κι ανακατωτά. Σ’ άλλους τόπους και μέρια μπορεί νάναι αλλιώτικα τα πράματα δε ξέρω. Δεν ψαρεύω αλλού. Μη μου δίνεται και μεγάλη σημασία και το γήρας ουκ έρχεται μόνον!

Το ποντισμένο το σίδερο πάντως με τις αλυσίδες του και τα παλιόσχοινιά του τα μυδοστόλιστα, φαίνεται από μακριά απ’ το σαμαδούρι του οπότε προσπάθησε να το φτάσεις, αλλά και να μη το φτάσεις! Τι λες μωρέ πάλι;

Αυτό που σου λεω και δώσε βάση στην πενιά. Μην το κουτουλήσεις εννοώ το ρεμέτζο, γιατί το ψάρι ψαρά μου είναι παμπόνηρο και θα πάει κατευθείαν στο σχοινί να μπλέξει. Είναι το χούι του τέτοιο όπως και του μαγιάτικου.

Φρίσα, σαρδέλα και κολλιαρούδια.

Δε σε μάχεται στα ίσια κι αντρίκια να το ξέρεις.

Κι άμα πάει κατά το σχοινί, βράσε ρύζι. Παρακεί και παραδώ απ’ το ρεμέτζο κι αλάργα – αλάργα το φίλι νάχεις το τράτο και τα φρένα ανάλογα της περίστασης με το που φερμάρει το ψάρι να το πάρεις στο φτερό αριστερότερα ή δεξιότερα απ’ το ντέμα.

Λάσκα φρένα και λαβράκια δε γίνεται. Ιδίως άμα βάνεις πολλάγκιστρα.

Αν τώρα το κυνηγήσεις το ψάρι και του στήσεις ενέδρα στη φυκιάδα που την γουστάρει πολύ, θέλει επίσης προσοχή μεγάλη.

Αν πέσει η μισινέζα μέσα στην ποσειδωνιά και τη βρει ολοζώντανη ανοιξιάτικια και καλοκαιρινή, να ξέρεις πως είναι πιο κοφτερή η ρουφιάνα κι από ξυράφι κι όταν τραβήξει το λαβράκι κλάφτηνα τη μάνα κλάφτηνα.

Αν γνωρίζεις όμως το τοπάκι σου καλά, ξέρεις που κινάνε οι φυκάδες και που είναι το φανό. Εκεί στο νέτο πρέπει νάχεις το νου σου να πέσει το δόλωμα.

Στους διαδρόμους ανάμεσα στα μπουντούκια.

Εκεί θα κινηθεί και το μικρόψαρο εκεί θα καρτερέψει κι λαβρακούνα να το περιλάβει. Στις αποχές και στα σηκώματα της ρηχοπατιάς είναι καλά για όλα τα ψάρια αλλά και το λαβράκι εκεί είναι πρώτο και καλύτερο, διεκδικώντας με ίστρο και ταχύτητα την τροφή απ’ τους υπόλοιπους αεικίνητους της παρέας.

Πολλές φορές τα λαβράκια θα παραμονέψουνε εκεί που σκάει το πρώτο σουέλ, η πρώτη ρεστία και φτιάχνει το σκαλί.

Κι όσο πιο μεγάλο το σκαλί τόσο καλύτερα. Εκεί που κάνει την αφρουδιά στο σπάσιμο. Εκεί που συνήθως μαζεύουμε ότα καλμάρει ο καιρός το μουρμουροσκούληκο. Λίγο παραμέσα ρίχνεις εσύ, νάρθει η δολωσιά με το κυματάκι προς το σκαλί και είσαι πρώτος!

Στα λίγα τα νερά δεν θάναι λίγες οι φορές που θα πέσεις πάνω στη λαβρακομάνα και θα λαχταρίσεις. Την Άνοιξη ιδίως, στο μισό μέτρο νερό, πάει και ξύνεται στο χαλίκι και στον άμμο για ν’ αποχύσει.

Να βγάλει τ’ αυγά λεω να περάσει από πάνω μετά το αρσενικό να τα γονιμοποιήσει. Eδώ θα την ξεγελάσεις δύσκολα γιατί έχει αλλού το νου της.

Όχι ένεκα του βάθους του νερού και πως σε βλέπει καλύτερα, όσο ένεκα της γέννας και της ενασχόλησής της με την αναπαραγωγή.

Αξίζει πάντως να δοκιμάσεις.

Η θέση και η απόσταση μεταξύ των εργαλείων όταν ψαρεύεις κατάγιαλα το μεγάλο λαβράκι είναι σημαντική. Καλάμια είναι ή καρούλια τα εργαλεία σου, πρέπει να είναι έτσι αραιά στημένα ώστε να είναι ελάχιστα τα μπερδέματα μεταξύ τους όταν χτυπήσει το ψάρι. Θα κάνει θες δε θες αριστερά δεξιά θα τα φέρει όλα τούμπα και θα νομίζεις πως βαρέσανε ψάρια σε όλα τα δολώματα πούχεις ριγμένα. Τόχει χούι θαρρείς όταν το ξεγελάσεις κατάγιαλα ιδίως και να το ξέρεις. Ένα μούχε βαρέσει εδώ και το πήρα περπατητό το λέσο καμιά κατοστή μετρά παρακάτω εντελώς στο κύμα!

Έξι γαύροι πατενταρισμένοι στην ίδια αρματωσιά.

Πολλές φορές μάλιστα χωρίς καν να φανεί ο τσίμπος του, θα πάρει το δόλο στο στόμα με μαεστρία και θα κάνει προς τα έξω κι εσύ θα πρέπει να το πάρεις χαμπάρι μονάχα απ’ τα μπόσικά της μισινέζας.

Ένεκα τούτου όπως καταλαβαίνεις ραχάτι και νυχτερινό στα λαβράκια δε συμβαδίζουνε. Πρέπει να γράψεις χιλιόμετρα πάνω κάτω στα εργαλεία αν δεν θες να σε ξεγελάσει πρώτο. Γενικώς τo μεγάλο λαβράκι είναι παμπόνηρο και σχολαστικό έως ότου αποφασίσει να φάει. Όταν έρθει η ώρα η πρέπουσα λες και στραβώνεται.

Αν πάλι τόβρεις ανόρεχτο, καλά κουράγια εύχομαι και υπομονή.

Θα ξυστεί στο δόλωμα, θα το επεξεργαστεί καλά κι αν είναι πολλάγκιστρη η αρματωσά θα το πάρει όπου λάχει και στο φτερό.

Όσο πατάει η γάτα που λέμε. Ίσα - ίσα ένα επιπόλαιο κάρφωμα, θα γονατίσει το καλάμι, θα ανεμίσει το πεταχτάρι στα ύψη και με το παραμικρό μόλις το αγαντάρεις, αμόλησε! Με λίγα λόγια και στο διαταύτα, τις περισσότερες φορές δε θάναι καλοπιασμένο στ’ αγκίστρι σου. Αν ο δόλος είναι περασμένος στο μονάγκιστρο, θα τον πάρει στα χείλια με πονηριά εφόσον είναι μεγάλο και έμπειρο και με ευκολία μόλις νοιώσει τα σκούρα θα τον φτύσει και θα ξεψαρίσει εύκολα. Αν μάλιστα στο εργαλείο έχεις μικρό αγκίστρι μπροστά, ξέχνα το, δε το κρατάς μια στο εκατομμύριο. Είναι βέβαια και φορές, ελάχιστες εδώ που τα λέμε, όταν τόβρεις στον ίστρο και στην τρέλα του την μεγάλη το ψάρι, που πάει το μονάγκιστρο μονοκούκι στο στομάχι, σφηνωμένο στον ισοφάγο του ή μπλεγμένο στα σπάραχνα. Όπως και νάχει, το λαβράκι, ιδίως η λαβρακομάνα, θέλει ψάρεμα γιατί δεν ξέρεις πως είναι πιασμένη και κυρίως λόγο μεγέθους δε της πας κόντρα, γιατί εύκολα θα στα δώσει όλα στο χέρι.

Θέλει ρέγουλα και ψάρεμα μέχρι να σπατσάρει να βγει απάνω και μόλις πάρει αέρα, γύρισε κι ανάποδα και σέκος. Όσο όμως χαροπαλεύει πέρα δώθε να γλιτώσει, έχε το νου σου ότι σου χαλάει τα υπόλοιπα που ακολουθούν ενοχλημένα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Θα μου πεις τώρα μωρέ ας πάρω ένα τέτοιο αρκουδόψαρο και δε θέλω άλλο! Ε καλά μια κουβέντα είν’ αυτή μη το λες!

Τώρα όσον αφορά το τι ορέγεται να ντερλικώνει η λαβρακομάνα, θα έλεγα ευθαρσώς τα πάντα όλα, μα πρωτίστως το ψαροδόλι και το μαλάκιο είναι αυτά που κάνουνε τη διαφορά. Γενικώς τρέχα γύρευε. Τα πάντα όλα γουστάρει. Όλα τα δολώματα τα χτυπάει η λαβρακούνα αρκεί να της προκαλούν το διατροφικό της ενδιαφέρον όσο το δυνατό περισσότερο και να παρακινάνε τα αρχέγονα κυνηγετικά της ένστικτα.

Το αίμα μυρίζει. Το ολοζώντανο υπερκινητικό μικρόψαρο που βολοδέρνει αγκιστρωμένο απ’ την ουρά της σφυρίζει.

Το άγδαρτο μικρό τραχούρι που αστραποβολά στο παιγνίδισμα της πρώτης ηλιαχτίδας της γυαλίζει.

Το ολόφρεσκο μαλάκιο που βεντουζάρει ακόμα ο πλοκαμός του και το μάτι του φωσφωρίζει διαολεμένα είναι ο φονικότερος δόλος και οι βορειοευβοιώτες λαβρακάδες το γνωρίζουν καλά.

Το γδαρμένο μοσχιουδάκι που κάνει μπαμ ολάσπρο στο σκοτάδι είναι θάνατος.

Ο γοβιός ο άσπρος, ο περλές, το σκουλήκι που στριφογυρνά ολάκερο στ’ αγκίστρι και το ψαροδόλι είναι αλάθητα.

Η ζωντανή η γαρίδα στη ζόγκα και το ζυμάρι πούναι πλασμένο απ’ τα σαρδελοζούμια, τα αίματα και τ’ άντερα, δε θα περάσουνε απαρατήρητα.

Το μάτι και τα σωθικά της γυαλιστερής και το τσουνί του κυδωνιού.

Το σαμάρι κι ο αθερινός η αδυναμία του η μεγάλη!

Το μαυράκι το τοσοδούλικο και το σκαρτσίνι. Το ζαργανιό και το κοροιδευτάρι που κουνιέται και λυγιέται.

Η λαβρακομάνα, το λαβράκι το λέσο τ’ αρκουδόψαρο με το κοφτερό πριγιόνι στα βραγχιακά του επικαλύμματα, καραδοκεί και καρτερεύει όπου κυλάνε βρόχινα νερά κι ανακατώνονται με τ’ αρμυρά της γαλανής.

Ξέρει πως το ποτάμι έχει να προσφέρει διατροφικά και δεν είναι λίγες οι φορές που θα μπουκάρει και μέσα του να χάψει ότι βρεθεί μπροστά του.

Τα διβάρια είναι τα αγαπημένα του, ιδίως εκεί που κάνουνε το στόμιο με τις καναπίτσες και ενώνονται με τη θάλασσα.

Εκεί να δεις μεζεκλίκια!

Από σκουλήκια της γης ίσα με έντομα και καραβίδες, λασπογαρίδες και βατράχια. Χώργια τα μικρόψαρα κι κέφαλοι.

Νύχτα είναι πάμε για ψάρεμα.

Απ’ τα λίγα και τ’ ασήμαντα πιάνεται ο άθρωπος κι αναπαύεται!

Να κατεβάζεις τους διακόπτες και ν’ αδειάζει η γκλάβα σου.

Και μέσα σ’ όλα το ψάρεμα.

Αχ αυτό το ψάρεμα το αγαπημένο μου!

Λέει η γυναίκα μου καμιά φορά να με πειράξει «έτσι και στέρευε η θάλασσα δω στα μέρη σου ψαρόγιαννε θα πέθαινε και το ψάρεμα για σένανε» και της απαντώ... «πεθαίνει κάτι όταν το βγάλεις απ’ το μυαλό σου Χριστινάκι μου!»

Αχ αυτό το ψάρεμα!

Μεγάλο ρέμπελο μονάγκιστρο, φρέσκος λολός και θράψαλα της ώρας.

Να τα ταιριάζει όλα περίτεχνα μπρος στα μάτια σου και να σε γαληνεύει.

Πως η μουσική λεει μερώνει τ’ άγρια;

Ε το ίδιο πράμα και το ψάρεμα.Απ’ το στασίδι που άραξα πίνοντας καφέ κι απολαμβάνοντας γερές τζούρες καπνού τ’ ανάσκελα πάνω στα βραχάκια, Τρίκερι και Αγία Κυριακή κατάγιαλά φεγγοβόλαγαν αγκαλιάζοντας την κορφή και τα βρεχάμενα του βουνού φωτοστόλιστα. Μαγία κι ακόμα κάτι παραπάνω που δε περιγράφεται στα γραφόμενα. Κι ανάμεσα του Πηλίου και της Εύβοιας της ψαρόεσας, τα γριγριά με τις λάμπαδοφορίες τους γιορντάνια φωτεινά σα και κείνα τα παράξενα τα πλάσματα του σκότους της θαλάσσης που λαμπιρίζουνε εξώκοσμα!

Άλλα τους στάσιμα να καινε τα ψάρια τους κι άλλα τρεχάμενα πάνω κάτω να κυνηγούν το γαύρο και τις ψαροσύνες με βιάση να προφτάσουνε τη νύχτα που έτρεχε γοργά σα το νερό στ’ αυλάκι και τις αγορές όσο πιο παρθένες γινότανε μη πέσουνε σε μαλάτσες και πάει το μεροδούλι στράφι και χαράμι.

Κι όλο αυτό τ’ αγνάντι και το σούρτα φέρτα και η αγαλίαση και η μοναξιά για πάρτη σου, να σου ξεπλένει την ψυχή. Περασμένο πια μεσημέρι άλλαξα τ’ αρματώματα σε λαβρακήσια λιανά, με νάιλον παράμαλλα σαραντάρια κι αγκίστρια μικρά κοντόλαιμα. Μισή οργιά απόσταση ως το σρίφαγκα κι έτοιμο το εργαλείο ανάλογο των ψαριών πούχα κατά νου, μα κυρίως του δολώματος.

Γέμισα φρέσκες μισινέζες όπου χρειαζότουσαν σε μηχανισμούς και καρούλες και ξεπάγωσα δόλωμα όσο ναρθεί το καίκι με κανά φρέσκο της ώρας να ματώσουμε τα χέρια μας. Όλα τα εργαλεία μονά και πολλάγκιστρα.

Έφτασα στο μέρος νωρίς να μην βιάζομαι, μιας και το μάτι δεν έκλεινε ως είθισται κι ετοιμάστηκα. Φεγγάρι στο σβήσιμο και στο τέταρτο.

Καλοσύνη και μουγκάδα της ζέστας επακόλουθο.

O καιρός απόψε βαστούσε πότε βορινός πότε λεβάντες κι ανάμεσα και τη μέρα στην ώρα του πάντα, φρεσκάριζε φουριόζος μέσα στο μπουγάζι της Σκιάθου κι όσο να πάρει να νυχτώσει ξαναγινότανε μπουνάτσα και λαδιά τανάπαλιν ως το άλλο πρωί να την περπατήσεις.

Τελευταίο φυλάκιο της στεριάς στη ρότα του μελτεμιού ο μεγάλος κάβος στο Αρτεμήσιο. Εκεί πια ξεσπάθωνε το κύμα μ’ αφρούς και μπουκάριζε τραγουδώντας στον μεγάλο κόλπο αποκαμωμένο.

Αριστερά του ψαρολίμανου το Τραγοβούνι το κόπαζε εντελώς κι όταν έστριβες πίσω για Κανατάδικα κι Ωρεοί, έμοιαζε η θάλασσα πισίνα ασάλευτη!

Όμορφα μέρη ρε φίλε! Κάτι τέτοιες βραδιές δεν τις αφήνεις αψάρευτες!

Ναι γιατί τις άλλες τις αφήνεις! Μωρέ στήνεις καρτέρι και τα περιμένεις τα ψάρια πιστός στην ώρα και τα μερομήνια τους κι αν είσαι τυχερός κι ανταμώσετε κι αν είναι και δεκτικά και στα κέφια τους, θα το καταλάβεις αμέσως! Στις πρώτες κιόλας ριξιές θα σου φανερωθούν και θα δείξουν τις διαθέσεις τους. Αρκεί νάσαι τυχερός ν’ ανταμώσετε και φυσικά να πάρεις χαμπάρι περί τίνος πρόκειται ώστε να πράξεις τ’ ανάλογα.

Πέρασα ένα σαρδελί όμορφα μαγκιόρα σ’ ένα χοντρό μονάγκιστρο και το σφύριξα ρέμπελο εκεί πούπρεπε.

Παραπλεύρως ακόμα ένα με χαψί και θράψαλο πατενταρισμένα στο πολλάγκιστρο και παρακάτω ακόμα δυό με λολάκια απ’ τους μοσχιούς της κατάψυξης. Ελεύθερα παντελώς και τα μπόσικα ένεκα της μπουνάτσας δεν τα πειράζεις καθόλου. Όπου πέσουνε τα εργαλεία και να στρώσουνε καλά οι πετονιές στο βυθό, όμως τ’ ασφαλίζεις σχολαστικά. Μπροστά τους πέταξα το κοντάρι της μιας της απόχης και τ’ άλλα τα προστάτεψα πίσω απόνα παλιοκασσάκι του λιμανιού ξεχαρβαλωμένο.

Τους έβαλα τα ντενεκέδια τους όμορφα περιποιημένα να βαρέσουνε οι συναγερμοί όταν θάρθει το πλήρωμα του χρόνου και τα σταύρωσα. «Άιντε βρε Άι Νικόλα μου καλέ, βάλε απόψε το χεράκι σου, παρακάλια σου κάνουμε, κεράκια σ’ ανάβουμε... άιντε... αμάν πια!!! Μια ψαρούκλα να πιάσω τι ζητάω;» Κι από κοντά στα πεταχτάρια τους γρεκούς μου και τα λαβρακοκάλαμα τα μπαρουτοκαπνισμένα μου, με τα κορδόνια τους και με τα ντενεκέδια τους τ’ ανάσκελα στο μουράγιο κι άλλα σφηνωμένα στα λιθάρια στις θέσεις τους τις γνωστές. Ζωσμένος ο τόπος απ’ όλες τις πάντες. Νάσουτο και το γριγρί νωρίς – νωρίς απ’ την πρώτη κιόλας την καλάδα ήρθε κι έπεσε πάνω στις πετονιές λες και δεν είχε άλλο χώρο να δέσει στη Βόρεια Εύβοια!

«Όρνιοοοοοοοοο!!!» Τράβα την πλώρη κανά μέτρο πίσω βρε άχρηστε, έβαλα τη φωνή μαζεύοντας όπως – όπως ότι πρόφταινα και τα χαχανητά του ακούστηκαν ως έξω! Καλοψαρεμένος βλέπεις και είχε όρεξη.

«Άντε ρε παλιογκαντέμη σάλτα μέσα και πάρε ότι θες», ακούστηκε η φωνή του απ’ το σπιράγκιο της γέφυρας. Δε βαριέσαι καλό παιδί ο καπετάνιος, όλοι καλοί χωράνε. Άλλωστε θα το ξεπληρώσει με δόλωμα μωρέ! Δυο πετονιές πάνω δυο πετονιές κάτω ποιός σκοτίζεται; «Κόψε κι άλλη μια καπετάνιο χαλάλι σου μη χέσω!»

Μέσα ή έξω απ’ τη μπούκα ένα και το αυτό είναι μη νομίζεις.

Παντού γυρνάνε τα λεγάμενα κι όλοι θα βολευτούμε. Άσε που θα ξαναφύγει ο άχρηστος, δεν κάθεται, είναι νωρίς ακόμα.

Μωρέ στις ψαροσύνες θέλει νάσαι τυχερός και όλα τ’ άλλα είναι μοναχά για τη γκρίνια. «Μα πάνω κατακούτελα στις πετονιές κι όλο το λιμάνι άδειο;! Άχρηστα παιδιά!» Μπουκάρισα σβέλτα να πάρω ψάρια, ήρθανε οι μανάβηδες, ξεφόρτωσε κι έφυγε του σκοτωμού αναστατώνοντας τον τόπο.

«Όρνιοοοοοοοοοοοο!!!!» Δόλωσα γρήγορα, ξανάριξα πριν καλά – καλά τα νερά κατακαθίσουνε απ’ τις δίνες της προπέλας και πάνω πούστρωσα την αρίδα μου να χαζέψω απέναντι τα φώτα και τη μπουνάτσα, ακούστηκε ο ντενεκές και λαχτάρισα!!!

Λαβρακομάνα στα πεταχτάρια.

Γκράααααααααααννννν....

και η καρούλα σούρθηκε και σφήνωσε τα χείλια της στο κοντάρι στριφογυρίζοντας ασταμάτητα!

Όσο να το πάρω στα χέρια να ψαρέψω, έφυγε κολλητά κι διπλανή με θόρυβο! Όποιος έχει πόδια τρέχει κορίτσα.

Το πρώτο ίσα που τόνοιωσα και ξεκαρφώθηκε στο δευτερόλεπτο, μα και το παραδίπλα σταμάτησε απότομα κι μισινέζα κρέμασε ακίνητη!!!

Πάνε τα ψάρια με χαιρέτησαν! Δύο στα δύο!

Το στανιό σας ρε κωλόψαρα!

Πήρα στα γρήγορα τα ντενεκέδια με την απόχη απ’ τη θάλασσα και σαλτάρισα στην παραλία με το φακό στα χέρια ψάχνοντας.

Επέστρεψα τρέχοντας με δυο βότσαλα θρεμμένα!

Ξανάριξα σβέλτα στα ίδια σημάδια, έβαλα πάνω στις καρούλες τα βότσαλα κι από κάτω τα ντενεκέδια.

«Για να σας δω τώρα;!»

Στην απέξω τα καλάμια έστεκαν ακούνητα.

Ξαναγκράαααααααααννν και το καρούλι πετάχτηκε μπροστά!

Πέρασε στροβιλίζοντας στον αέρα πάνω απ’ το κοντάρι κι έπεσε στο νερό φέρνοντας βόλτες του σκοτωμού!!!

Ρε συ τέτοιο τρεχαλητό στο ψάρεμα είχα καιρό να κάνω!

Έπεσα στα τέσσερα ψηλαφίζοντας να βρω τη μισινέζα στην άκρια του μουράγιου και μες την ώρα έφυγε σφεντόνα και το παραδίπλα μαζί με το βότσαλο και το πρόφτασα στο τσακ! Μόλις που το κοντράρισα αγαντάρισε κι πετονιά τέντωσε. «Σ’ έφαγα κωλόψαρο!» Δύο στα δύο!

Πήρα απ’ το καρούλι γρήγορα μπόλικες οργιές πάνω στη σκάλα νάχω πρόχειρες καθώς το ψάρι φουριόζικο βάραγε ακόμα.

Μόλις το πισωγύρισα και μούδωσε χέρι, ένοιωσα αμέσως πόσο ήτανε και τα μούτρα μου άστραψαν!

Λαβρακούνα! Έψαξα τη δεύτερη απόχη απ’ τη μεριά των καλαμιών κι ακόμα ένα δυνατό σκορτσάρισμα μ’ έκανε να την ξεχάσω απότομα.

Κι άλλο κεφάλι αντίθετα, με τη μισινέζα να φεύγει σωρηδόν απ’ τα χέρια μου. Λαβρακομάνα με τα όλα της!

Ανάκατες η χαρά με την τρομάρα εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα μη τυχόν και ξεψαρίσει! Ένα αγκιστράκι ν’ άνοιγε, ένας κομπάκος να μην άντεχε, ένα γδαρσιματάκι στη μισινέζα, μια κατά λάθος βόλτα να μπερδευτεί η πετονιά στα πόδια σου και πάει το ψάρι πάπαλα!

ΚατηγορίαΨΑΡΙΑ
Print
Back To Top