Λούτσος

Ο λούτσος (Sphyraena sphyraena) είναι θαλάσσιο αρπακτικό και από τα πιο γρήγορα αφρόψαρα των ελληνικών θαλασσών.

Ο λούτσος είναι κομψό ψάρι με σώμα μακρύ σαν της ζαργάνας αλλά πιο κυλινδρικό και με χρώμα στην ράχη γκρίζο και στην κοιλιά του λευκό. Το βάρος του στα ελληνικά νερά δεν ξεπερνά τα 4-5 κιλά και σε μήκος φτάνει το 1.5 μέτρο.


Μοσχιός - Κεφαλόποδο παντός καιρού.... κι αλάθητο!

του Γιάννη Παπαθανασίου

Μοσχιός - Κεφαλόποδο παντός καιρού.... κι αλάθητο!

Μοσχοχτάποδο και δολωσιά με 7 αγκίστρια.

Μικρός και θαυματουργός! «Ο μοσχιός είναι μικρούλης και τρυφερός ενώ η μελιδόνα μητζισόλα άνοστη, με τεράστια πλοκάμια.»

Nαι καλά! Το ράδιο αρβύλα στο ψάρεμα και εν γένει η παραπληροφόρηση, θέλει άλλο πράμα το μοσχιό κι άλλο τη μελιδόνα. Κι όμως είναι ακριβώς το ίδιο κεφαλόποδο. Η μελιδόνα όταν είναι μικρή είναι μικρή, κι όταν μεγαλώσει γίνεται μεγάλη. Πολύ εμπεριστατωμένη άποψη! Μα τι να πω βρε παιδιά...

Το να μην ξέρεις δεν είναι κακό πράμα. Το να μην ξέρεις την τύφλα σου όμως και ταυτόχρονα να ξέρεις τα πάντα, ε αυτό είναι κακό!

Μοσχιός και μελιδόνα είναι ένα και το αυτό. Και τέλος πάντων μοσχιό τον πεις ή μελιδόνα δεν έχει σημασία τόση, όση σημασία έχει το να γνωρίζεις μιας και είσαι ψαράς και να ξέρεις, πως μιλάμε για ένα εξαιρετικό δόλωμα. Όχι πως δεν τρώγεται κιόλας, αλλά έτσι και το λαρύγγι σου είναι καλομαθημένο, ε όπως και να το κάνουμε, απ’ τη μελιδόνα προτιμάς το χταποδάκι. Να τα λέμε κι αυτά!

Οι ψαράδες τον έχουν περί πολλού. Μέτζα μάης και μοσχιός, ρίξε το μάη με μοσχιό να το μάθει το χωριό και παραφράζοντας τον κολιό τον Αύγουστο, κάθε πράμα στον καιρό του κι ο μοσχιός το Μάιο. Δεν είμαι 100% σίγουρος πάντως για την εποχικότητα, γιατί με το μοσχοχτάποδο έχω κόψει κώλους και κωλαράκους ΚΑΙ καταχείμωνα. Τέλος πάντων ακολουθώντας την περπατημένη οδό και την ψαράδικη θεωρία, σεβόμενος πάντα τους παλαιότερους, ο μοσχιός τον Μάιο, ως δόλωμα πάντα, είναι στα ντουζένια του και καρποδιαλέγει ψάρια και ψαράκια.

Τεμαχισμένος στα παραγάδια ή ολόκληρος κάνει θραύση. Ιδίως τα της αριστοκτατίας τα πάει μαλλιά κουβάρια και κατευθείαν στον αγύριστο.

Λαβράκι κατάγιαλα και μοσχιός σε κλασσικό πολλάγκιστρο με μισινέζα

Ίσως επειδή σ’ αυτά που απευθύνεται είναι αποχυμένα και ορέγονται να μουντέρνουνε τέτοιες εποχές σε πιο σκληρά δολώματα, ίσως να παίζει ρόλο και η προκλητική μυρουδιά του που πράγματι είναι πολύ χαρακτηριστική, ίσως και άλλα πράματα που δε γνωρίζω, όμως αυτό που ξέρω καλά είναι πως ο μοσχιός το μοσχοχτάποδο, ως δόλωμα πάντα, κόβει κώλους.

Όπως και νάχει και κατά κοινή ομολογία, ο μοσχιός προς βρώση για μας τους ανθρώπους είναι το πιο άνοστο κεφαλόποδο, όμως για τα ψάρια είναι άριστος μεζές και δόλωμα σπουδαίο.

Το εργαλείο δε που του πάει γάντι, είναι η ζόγκα.

Παλιότερα με τη ζόγκα δολωμένη με φρέσκο νωπό ή ακόμα και με ολοζώντανο μοσχιό, τα μαυρόψαρα όπως οι στείρες, οι πίγκες, οι σφυρίδες, οι ροφοί κι βλάχοι, στην κυριολεξία αναστέναζαν.

Σήμερα αριστοτέχνες του είδους σκαφάτοι, συνεχίζουν να γυαλίζουν με τον υδράργυρο τη ζόγκα τους και να δολώνουν τον μοσχιό νωπό ή ζωντανό.

Στην εξέλιξη των τεχνικών και ανοίγοντας συν το χρόνο όλο και περισσότερα μάτια, ο μοσχιός δολώνεται και στον φύλακα, φυσικά ψόφιος αλλά φρέσκος.

Εμείς οι πεζοί και ταλαίπωροι της ακτής τον δολώνουμε σε χοντρά μονάγκιστρα ολόκληρον, όταν είναι μικρούλης, ή σκέτα τα πλοκάμια του κατά μόνας, αν είναι μεγαλύτερος. Ακόμα, ο λολός του, όπως και του χταποδιού άλλωστε, είναι εξαιρετικό δόλωμα και μάλιστα βολικότατο λόγο μεγέθους, όταν δολωθεί σε μονά εργαλεία.

Η αρματωσιά με τα 7 αγκίστρια, κατάλληλη για κεφαλόποδα και μαλάκια.

Επίσης δολώνουμε τον μοσχιό ολόκληρον ή τον μισό αν είναι μεγάλος, σε πολλάγκιστρα ειδικής κατασκευής για να σταθεροποιείται πάνω του η αρματωσιά και τον πατεντάρουμε ώστε να είναι ακόμα πιο προκλητικός.

Να μερικές τεχνικές προετοιμασίας πριν την δόλωση του μοσχιού.

Ξεπέτσιασμα.

Ένα βάπτισμα σε καυτό νερό και ο μοσχιός ξεπετσιάζετε με μεγάλη ευκολία αποκαλύπτοντας μια κατάλευκη σάρκα που είναι άκρως προκλητική και εμφανέστατη από απόσταση στα μάτια των ψαριών, ιδίως στις νυχτερινές μας εξορμήσεις.

Χωρισμός στα δύο.

Όταν ο μοσχιός είναι μεγάλος, τότε δεν έχουμε παρά να τον κόψουμε κατά μήκος της κατσούλας και τον πλοκαμών. Χωρίζουμε εν ολίγοις το δόλωμα σε δύο ίσα μέρη. Μισή κατσούλα με τα τέσσερα πλοκάμια η μια δολωσιά κι άλλη μια τα υπόλοιπα.

Άνοιγμα της κατσούλας κατά μήκος.

Με την κατσούλα τούμπα.

Μια πατέντα που δεν περνά απαρατήρητη, με πολλές επιτυχίες στο ιστορικό της, είναι να κόψουμε πέρα - πέρα το πίσω μέρος της κατσούλας με το μαχαίρι, έτσι ώστε να αποκαλυφθούν τα σπλάχνα του μοσχιού. Γυρίζουμε τούμπα τις δυο πλευρές και δολώνουμε.

Ο λολός να βγάζει μελάνι.

Πλανάροντας για τον βυθό καλοδολωμένος ο λολός του μοσχιού, πρέπει να βγάζει μελάνι!

Μια τρυπισιά μικρή στην μελανοκύστη των σπλάχνων, είναι αρκετή να κάνει τη διαφορά και να παραπλανήσει ακόμα και τον πιο δύστροπο νυχτερινό επισκέπτη.

Τον μοσχιό κατά κύριο λόγο τον προμηθευόμαστε από την ανεμότραντα.

Αν μάλιστα έχουμε άκρες στο τσούρμο της ή στους καπεταναίους, οι μικροί δολωματίδικοι μοσχιοί, στο μέγεθος αντίχειρα, μπαίνουν ολοζώντανοι στην άκρη ειδικά για πάρτη μας. Στην αγορά οι μοσχιοί όπως και τα χταπόδια, αλλά και τα περισσότερα μαλάκια, είναι παραγουλισμένα και μπουρδαρισμένα με διάφορα, οπότε δεν νομίζω πως είναι ότι καλύτερο για δόλωμα. Παρόλ’ αυτά μια δοκιμή δεν πάει ποτέ χαμένη.

Ας δούμε όμως μερικές γενικές πληροφορίες γι’ αυτόν τον παρακατιανό πρωτοξάδερφο του χταποδιού.

Άνοστος μεν, θαυματουργός δε. Ονομάζεται μοσχιός ο κοινός, ενώ στην ψαράδικη αργκό μοσχοχτάποδο ή μελιδόνα. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ελεδόνη η μοσχοφόρος και είναι ο κοντινότερος συγγενής του χταποδιού.

Μικρός μοσχιός σε παρόμοια αρματωσιά με 5 αγκίστρια.

Του μοιάζει απερίγραπτα αλλά καμία σχέση. Ο μοσχιός έχει σώμα κοντόλιγνο και λείο, όπου στην επιφάνειά του όπως και το κοινό χταπόδι, διαθέτει μια χαρακτηριστική γλοιώδη ουσία. Ο μανδύας του, η γνωστή στους ψαράδικους κύκλους ως κατσούλα, ή κουκούλα όπως συνηθίζεται να λέγεται, είναι ουσιαστικά ο οργανικός του σάκος. Η κοιλιά του δηλαδή, στη βάση της οποίας βρίσκεται το κεφάλι του, όπου εκεί βρίσκονται τα μάτια και ξεκινούν τα οκτώ πλοκάμια του που διαθέτουν βεντούζες. Η μεγάλη του διαφορά σε σχέση με το χταπόδι είναι εκεί ακριβώς στα πλοκάμια. Μακρύτερα κατά πολύ αναλογικά με το σώμα, λεπτότερα και με μια σειρά βεντούζες, ενώ το χταπόδι έχει σχετικά κατ’ αναλογία κοντύτερα πλοκάμια, χοντρότερα κυρίως στη βάση τους και με δυο σειρές βεντούζες σε όλο το μήκος τους. 

Οι βεντούζες αυτές χρησιμεύουν για στήριξη, άμυνα, συγκράτηση τροφής και αργές μετακινήσεις, όταν αυτές χρειάζονται, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα τα κεφαλόποδα. Στο κέντρο της κεφαλής βρίσκονται προεξέχοντα τα μάτια του που βρίσκονται σε 24ωρη επαγρύπνηση. Στο κάτω μέρος τους και ακριβώς στο κέντρο των πλοκαμών, βρίσκεται το στόμα του που καταλήγει σε ένα κεράτινο ράμφος που παραπέμπει σχηματικά στο ράμφος παπαγάλου.

Ο μοσχιός, όπως και το χταπόδι, αφού συλλάβει το θήραμά του με τα πλοκάμια, το φέρνει κοντά στο στόμα του καταφέρνοντας του μια γερή δαγκωνιά και στη συνέχεια το παραλύει εκκρίνοντας ένα είδος δηλητηρίου.

Η γλώσσα του διαθέτει προεξοχές που μοιάζουν με αρπαγές αγκιστριών και τον βοηθά στο να συγκρατεί και να τεμαχίζει την τροφή του.

Για να κινηθεί με ταχύτητα αποβάλει με πίεση το νερό της αναπνοής του από φυσητήρα ο οποίος εδράζεται στην απόληξη της κατσούλας του και κατ’ αυτόν τον τρόπο προωθείται όπως άλλωστε όλα τα μαλάκια και κεφαλόποδα.

Για να προφυλαχθεί από τους εχθρούς του αφήνει μαύρη μελάνη θολώνοντας τα νερά, θεωρείται δε όπως και το χταπόδι, μετρ της κάλυψης και απόκρυψης καθώς παραλλάσσεται σύμφωνα με το περιβάλλον του.

Ζει σε λασποτραγάνες δημιουργώντας απ’ αρχής ή εν μέρη το θαλάμι του και άλλοτε εξασφαλίζοντάς το από ήδη υπάρχουσες δομές του βυθού ακριβώς στα μέτρα του.

Λολός από μικρό μοσχιό και ζωντανό πλοκάμι σε μονάγκιστρο.

Το κρέας του είναι υποδεέστερο γεύσης από αυτό του χταποδιού, ιδίως όταν μεγαλώσει, όπου γίνεται πολύ σκληρό, ενώ χαρακτηριστική είναι η βαριά αποτρεπτική μυρουδιά που αναδύει, ιδίως τα σπλάχνα του, η οποία παρομοιάζεται με την μυρωδιά μόσχου, γι’ αυτό αποκαλείται και «μοσχοχτάποδο». «Μοσχιοί ολόφρεσκοι κι ολοζώντανοι κι αρματωσές μάνα καημένη και ξυράφια διμούτσουνα. Eργαλεία χοντρά τα πολλάγκιστρα σε νήματα κορδόνια και σε σύρματα ξεγυρισμένα κι όποιονε πάρει ο χάρος, μιας και τα ψάρια που στοχεύεις νυχτιάτικα με τέτοιου είδους δολώματα, δεν αστειεύονται.»

Στο διαταύτα και στο καρτέρι των ψαριών.

Εκεί που πάλευα να πατεντάρω τους μοσχιούς πετάχτηκε έξω φρίσσα. Χαμός! Δεκάδες ψάρια καλοστεκούμενα σπαρτάραγαν στο μουράγιο αβοήθητα κι άρχισα να μαζεύω στο μπουγέλο με θάλασσα.

Δόλωσα στο φτερό μια σ’ ένα σύρμα και ένα μεγάλο αγκίστριο απ’ την ουρά και την είδα να φεύγει σφεντόνα για μέσα. Σκληρό ψάρι η φρίσσα.

Κράταγα το καρούλι κι αμόλαγα αβέρτα μισινέζα κι όλο ζήταγε.

Aσχολήθηκα με τα δολώματα και τα νήματα να φτιάξω τις δολωσιές με τους μοσχιούς καθώς πρέπει να καλούν τ’ αγκίστρια με το παραμικρό κι ασφάλισα το καρουλάκι με το ζωντανό. «Άλλο το ψάρεμα με τους μοσχιούς κι άλλο με τη φρίσα τη ζωντανή ε; Τα κυνηγιάρικα άλλωστε ούτε τους μοσχιούς γουστάρουνε ούτε τα νήματα έτσι δεν είναι; Εμ πως αλλιώς! Εδώ γουφάρι μου θα φας εσύ πούχω το σύρμα και το ψαροδόλι και παραπέρα στο άλλο το εργαλείο το πρέπων πούναι δολωμένος ο μοσχιός στο νηματάκι όμορφα πατενταρισμένος η τσιπούρα η γομάρα! Α ρε κούνια που σε κούναγε...!!!» Ξάφνου τινάχτηκε πάλι ο τόπος στον αέρα.

Φρίσσα μελεούνια βγήκε στον αφρό και σκόρπισε απ’ άκρια σ’ άκρη.

Γέμισε το μουράγιο ξανά.

Ρε να σας πάρει και να σας σηκώσει κωλόψαρα. Να πάρω έξω τους μοσχιούς να βάλω τα σύρματα καλύτερα.

Λίγο πριν δολωθεί στο συρμάτινο πολλάγκιστρο.

Τα εργαλεία έστεκαν ακούνητα. Ώρα με την ώρα η θάλασσα έσπαγε και η βροχή λιανή πια του ανέμου σκορπίσματα καταλάγιαζε. Μοσχοβόλησε χώμα κι αρμύρα. Απόβρεχα. Έδωσε μια γυρωβολιά καλή το καρούλι κι έπεσε στο εμπόδιο στριφογυρίζοντας. Όταν έβαλα τη μισινέζα στα χέρια δεν ένοιωσα τίποτα!!!

Όταν έφερα έξω τη δολωσιά κρεμότανε η μισή φρίσα με τ’ αγκίστρι στον πισινό εκεί ακριβώς που της τόχα καρφωμένο και η άλλη μισή έλειπε κομμένη στεγνά!!!

Άλλαξα δολωσές και ξανάβαλα κοντύτερα απ’ τα σημάδια μου με φρίσες και σύρματα. Λαμπάδα ακίνητη τα φώσφορα. Τα νερά άλλαζαν. Όλο το σκηνικό θαρρείς άλλαζε. Απόβρεχο και καινούργιο φεγγάρι. Έριξα ξανά και ξανά και κάθε φορά περίμενα να χτυπήσει λες και το είχα προαίσθημα.

Στέρνα! Τζάμπα κόπος. Άντε ξανά πίσω τα σύρματα με το φρισσιό και άντε ξανά μανά οι μοσχιοί μέσα. Κάποια στιγμή πως κάνω έτσι τι να δω; Tο ένα το από δω το καλάμι, τέζα φερμαρισμένο στα δεξιά!

Σ’ έφαγα ρουφιάνα της φώναξα και με το που έδωσα μανιβελιά, πετάχτηκε η τσιπούρα στον αφρό! «Μωρέ σαλτάρει η τσιπούρα στον αφρό θα μας τρελάνεις;;;!!!!» Ένα γουφάρι να σου βγάλει το μάτι να σ’ αφήσει γκαβό να μάθεις να προτρέχεις. «Βρε στο μοσχιό παιδάκι μου; Στο μοσχιό βέβαια! Στη φρίσα ήθελες;

Μα τρώνε τέτοια πράματα τα κυνηγιάρικα; Τρώνε και παρατρώνε.

Ψάρευε και μη μιλάς!» Ε αυτό το έρμο πρέπει να του ξεκόλλησε ο σβέρκος απ’ το τράβηγμα. Ήμουνα παραπάνω από σίγουρος πως θα τάκανε τα νήματα ρόιδο.

Στο διαταύτα και έχοντας επιτέλους την τύχη με το μέρος μου, ούτε έκοψε, ούτε απόχες βάλαμε, ούτε παρακάλια, ούτε τίποτα.

Στεγνά έξω! Με μια ανάσα.

Η τσακιστή στα πλοκάμια.

Ούτε που κατάλαβε τι τούρθε! Κόντεψε να πάει απ’ την άλλη πάντα του μουράγιου να ξαναπέσει στη θάλασσα, με τέτοια δύναμη έσκασε στο τσιμέντο. Το κοίταγα και δεν ήθελα να το πιστέψω!

Χάραζε και τα νερά έκαναν γιάλα μερώνοντας σε μπουνάτσα.

Η καλύτερη ώρα. Πήρα έξω τα μοσχιουδάκια κι έφτιαξα καινούργιες δολωσιές τάχα πως έφταιγαν οι παλιές. Χαζά πράματα της απελπισίας.

Η μια η βολή έκατσε λες και την είχα μελετημένη στου διαόλου το κέρατο και τις ξεπέρασε όλες.

Ο μοσχιός είναι ανασούμπαλη δολωσιά, μη το νομίζεις για εύκολο πως θα σου δώσει καλαμιά με αξιώσεις.

Παρόλαυτά πήγε εκεί που έπρεπε κι ακόμα καλύτερα!

Ξημέρωσε. Μουγκάδα κι ένα ουράνιο τόξο πανέμορφο με κράτησαν ώρα να κοιτώ αποχαβνωμένος κατά τον ορίζοντα. Ν’ αρχίσω σιγά σιγά να μαζεύομαι και ήτανε τα τσουμπλέκια κάμποσα. Εκείνη την ώρα του φεύγα έγινε η μετωπική!

Το ψάρι χτύπησε σε μοσχιό ακόμα ζωντανό. Όταν της τον ξεκόλησα απ’ τα σπάραχνα οι βεντούζες του ακόμα κόλλαγαν.

Βάρεσε γερά κοφτά μια φορά στις έξι περίπου το πρωί και σιώπησε.

Τόδα! Είχα μαζέψει ήδη τα δυο εργαλεία κι ετοιμαζόμουνα για το τρίτο.

Μετά από ολιγόλεπτη αναμονή κάτω απ' το καλάμι, πήρα το δόλωμα έξω. Μεγάλη χαζομάρα! Ήταν άθικτο και άλυτο!!! Το λογάριασε. Το βάρεσε με την ουρά και το παράτησε. «Αμ θάφτανε όση ήτανε αν δεν είχε το νου να ξεγελάει κάτι ξυπνοπούλια σαν κι ελόγου σου;» Ήμουν παραπάνω από σίγουρος για τη χαζομάρα πούκανα. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και μπουνάτσα.

Παρακάλαγα θυμάμαι μη μπει μπροστά καμιά μηχανή καϊκιού, μην ακουστεί γκίχ και μου τη χαλάσει! Λίγη ώρα μετά, στην αμέσως επόμενη βολή, στο ίδιο σημάδι, το καλάμι γονάτισε και της ήρθε ο ουρανός σφοντύλι.

Τα πήρε όλα κάτω στα σπάραγνα και μάτωσε. Έδωσε μάχη καλή. Κρατούσε σε όλη μα όλη τη διαδρομή πατωτά.

Λαχταριστή ολόφρεσκη δολωσιά σε πολλάγκιστρο με νήμα.

Δυνατό ψάρι! Δεν μπόρεσα, μάλλον από φόβο μη τη χάσω, να την πισωγυρίσω ούτε σε ένα κεφάλωμα. Ούτε να την σηκώσω απ' το βυθό κατάφερα. Η πετονιά ακόμα και στα τελευταία μέτρα ερχότανε κατακόρυφα με κίνδυνο τα σκαλώματα.

Για λίγο πίστεψα πως θα την έχανα. Στα τελευταία μέτρα κοντά μου πια, τάδωσε όλα! Αν τάχε πάρει τ’ αγκίστρια στα δόντια ή κάπου εξωτερικά μπορεί και νάχε χαθεί. Σκέφτομαι πάλι πως αν είχε πλησιάσει το σημάδι νύχτα ίσως ναταν πιο εύκολη. Πιο ξεθαρεμένη απ’ ότι τη μέρα. Όπως και νάχει το πλήγμα σε ζωτικό σημείο της άλλαξε τα φώτα. Αυτή τη φορά κέρδισα εγώ.

ΚατηγορίαΔΟΛΩΜΑΤΑ
Print
Back To Top