Πολλάγκιστρα και Λαβρακομάνες (3ο Μέρος). Σβουρίζειν αλλά ελληνικά!

Του Γιάννη Παπαθανασίου

Πολλάγκιστρα και Λαβρακομάνες (3ο Μέρος). Σβουρίζειν αλλά ελληνικά!

Έτσι και δεν το κατέχεις το σβουρίζειν, δεν είναι ν’ ανακατεύεσαι με το άθλημα σε γρήγορα ψάρια! Με τους χαλβάδες είναι εύκολο αλλά τα αεικίνητα θέλουνε σβελτάδα κι απλωτές χεριές. Σε κάθε γοργό κεφάλι του η μισινέζα τέντωνε και τίναζε από πάνω της το νερό λες και ζωντάνευε.

Λάου – λάου θέλει Γιαννάκο μου και πάρε δώσε.

Και να ξέρεις ένα πράμα. Καλύτερα φρένα και μουλινέδες απ’ τα χεράκια σου δεν υπάρχουνε! Σε λίγο βρέθηκε στον αφρό δίνοντας μια γερή γκέλα και ξαναβούτηξε. Έφερε μια βόλτα κοντά – κοντά στις βάρκες και τα διχτυάρικα και κει πια μούδωσε μέτρα και το ζόρισα ώσπου τα τίναξε! Σέκος!

Στα γρήγορα με απλωτές χεριές το ξενέρισα και γύρισε τούμπα.

Λέσο ψάρι! «Κάτσε κει τώρα και περίμενε.»

Έβαλα κάτω απ’ το γόνατο το καρούλι και βούτηξα τη διπλανή πετονιά πούσερνε ακόμα περασμένη στο κοντάρι.

Ένας Θεός ήξερε που στο διάλο είχε πάει κι αν είχε γίνει κοκορέτσι σε τίποτα σχοινιά. Ήτανε καρφωμένο γερά και με το πρώτο απότομο τράβηγμα ένοιωσα το αγκίστρι να παραχώνεται.

Καρούλες σε αναμονή με βότσαλα και συναγερμούς, πίσω απ’ το κοντάρι της απόχης.

Τόχε πάρει κάτω κι έφερνε βόλτες ευτυχώς στα νέτα κοντά στη μεσαρία του λιμανιού. Εδώ να σ’ έχω μάστορα να περπατάς στα κάρβουνα!

Ώσπου να βάλεις την απόχη πρέπει εξάπαντος να τάχεις τελειωμένα τα ψάρια κι αυτό είναι κανόνας. Πόσο άλλωστε να τάχεις δυό από κάτω την ίδια ώρα, όχι ένα, και να πολεμάς να μη χάσεις κανένα τους.

Μέχρι να τα νετάρω να πάρω πίσω τις μισινέζες στα πεταχτάρια τους να ξαναρίξω, ακούστηκε ο συναγερμός απ’ τα καλάμια!

Γκρααααααααααααννννννννν ξερό μια κι έξω, ο ντενεκές στη θάλασσα και το καλάμι βεργό κοντράρισε στο χαλκά μπροστά του και πίσω στο κορδόνι του. Μόρτο κι αυτό! Τρία στα τρία! Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Έτσι και δε βρει κόντρα το εργαλείο, αγκίστρι δεν παραχώνεται και νταλαβέρι δε γίνεται μ’ αυτά τα σκατόψαρα να το ξέρεις. Συνήθως το λαβράκι χτυπάει εξεπιτούτου επιπόλαια το δόλωμα.

Παίζει μαζί του, ξύνεται πάνω του να καταλάβει αν είναι λεύτερο, το χτυπάει με την ουρά και συ νομίζεις πως καρφώθηκε κι άλλες φορές ακόμα το κρατάει στο στόμα του έτοιμο και πανέτοιμο με το παραμικρό να το ξεράσει και να σ’ αφήσει στα κρύα του λουτρού! Μάλιστα πολλοί πούχουνε τα παθήματα κάνει μαθήματα έχουνε τη δικιά τους θεωρία και λένε χαρακτηριστικά πως και «σκατά» να δολώσεις το μεγάλο λαβράκι δε θα πει όχι.

Άμα το βρεις στον ίστρο του πραγματικά βαράει μέσα σ’ όλα και στα πιο βρώμια δολώματα. Παρόλαυτά το φρέσκο δεν παύει να είναι φρέσκο και προσωπικά δεν το αλλάζω γιατί φυσικά έχω την πολυτέλεια να το βρίσκω ανά πάσα στιγμή. Το ψαροδόλι το νωπό, θεωρείται το παντός καιρού δόλωμα για το λαβράκι. Σαρδέλα, παμπαλίνα, γαύρος, κοπανέλι, φρίσα, σαμπανιός, σαυρίδι, κολιός κοκκάλι, προσφυγάκι και μπακαλιαράκι, είναι τα πιο γνωστά.

Αυτά που θα βρει κανείς εύκολα στην αγορά ή στο καΐκι.

Το ζωντανό είναι ένα κι ένα για τέτοια ζωντανά! Όχι πως το ψαροδόλι το ζωντανό δεν ψαρεύει και μάλιστα καλύτερα απ’ τα ψοφίμια, αλλά θέλει τη μαστοριά και την απόφαση πως θα πας πίσω στο σπίτι τις περισσότερες φορές μ’ άδεια χέρια. Ο σπάρος, ο γοβιός ο ξανθός της αμμουδιάς, το σαυρίδι κι ο σαμπανιός, το κοκκάλι και το ζαργανόπουλο είναι απ’ τα καλύτερά του εδέσματα. Στα νωπά το θραψαλάκι το μικρό το δολωματίδικο που δεν ξεπερνά τα δέκα εκατοστά μαζί με τα πλοκάμια του, θεωρείται ένα απ’ τα καλύτερα δολώματα για το μεγάλο λαβράκι και όχι μόνο. Και λέγοντας απ’ τα καλύτερα, εννοώ πως είναι απ’ τα δολώματα τις λιχουδιές, που δύσκολα θα αγνοήσει και θα προσπεράσει το ψάρι το μεγάλο ιδίως.

Και χορτάτο του σκασμού νάναι μια ματιά θα του ρίξει όπως και νάχει και τις περισσότερες φορές θα το πάει κάτω μονορούφι.

Πρόσεξε μόνο μια λεπτομέρεια. Όλα τα θράψαλα που θάβρεις στην αγορά μακριά απ’ την παραγωγή τους, είναι παραγουλισμένα και ποτισμένα αμμωνία. Αναζήτησε το συγκεκριμένο δόλωμα στην παραγωγή του.

Πήλιο και Πλατανιάς στο μεγάλο κανάλι του Αρτεμησιακού.

Στο γριγρί και στην ανεμότραντα ή στον ψαρομανάβη που ψωνίζει απ’ αυτές επί τόπου. Χαρακτηριστικά ενός ολόφρεσκου θράψαλου, είναι το χρώμα του με τις έντονες μελί αποχρώσεις με πιτσίλες καφεκόκκινες, τα κατάμαυρα μεγάλα μάτια και το φώσφορο που τη νύχτα το κάνει να λαμπυρίζει απ’ άκρια σ’ άκρη. Το μέγεθος μετράει. Όπως όμως και νάχει, μικρό ή λίγο μεγαλύτερο, αν το δολώσεις όμορφα την ίδια δουλειά κάνει. Το θέμα είναι νάναι βολικό να το κάνει μια χαψιά. Να μην έχει περιθώριο να ξυστεί πάνω του να παίξει. Νάναι μπουκιά. Μια κι έξω. Βέβαια αυτό το μέγεθος θράψαλα είναι κάπως δύσκολο να τα βρεις. Συνήθως είναι αρκετά μεγαλύτερα για νάχουνε κι αξία εμπορική. Αυτά τα μεγαλύτερα λοιπόν που μπορεί να φτάνουν τα 20 εκατοστά κι ακόμα παραπάνω δεν δολώνονται όπως τα μικρά. Αυτά έχουν διπλή χρήση. Και δόλωμα και φαί. Ο μοσχιός ο πολυκαιρισμένος το καλεί πολύ το μεγάλο λαβράκι και είναι το πιο εύκολο δόλωμα.

Είπαμε το φρέσκο είναι φρέσκο αλλά και το βρόμιο έχει τις χάρες του.

Η συντήρηση του ψυγείου θα του δώσει μια παράξενη μυρουδιά και η γυναίκα θα σας ενημερώσει πότε είναι έτοιμος ο μοσχιός γιατί θα σας τον φέρει στο κεφάλι. Τα τζιέρια του χταποδιού και του μοσχιού λέγονται στην ψαράδικη την αργκό λωλοί, ωλοί και ζηλευτοί. Ο λωλός του χταποδιού θεωρείται ένα απ’ τα σπουδαιότερα εδέσματα για μερακλήδες στεριανούς και θαλασσινούς.

Ένα δυο γερά κεφάλια, άντε τρία το πολύ κι έχει βγει απάνω.

Από κει και ύστερα έρχεται με το βάρος του και τραβάει γραμμή κατά κει ακριβώς που το οδηγάς. Παρόλ’ αυτά θέλει προσοχή γιατί το πριόνι στα μάγουλά του καραδοκεί και το χούι του με τα ντέματα είναι πρόβλημα. Πολλές φορές ίσα που κινάει το ντενεκέ, λες και το πιπίλισε σπάρος το δόλωμα και είναι πάνω καρφωμένο επιπόλαια και σε δουλεύει για να τη σκαπουλάρει. Αν δεν τόχεις κατά νου δηλαδή και δεν είσαι μαθημένος, τ’ αφήνεις κι αυτό έρχεται κατά πάνω σου λες και γνωρίζει το πόστο σου κι όταν το πάρεις πια χαμπάρι, έχει συνήθως μπλέξει τη μισινέζα στο βυθό σε χίλιες μεριές, οπότε είναι πλέον αργά για δάκρυα. Κόλλησε ψάρι βαρβάτο σε τόπο συντροφιασμένο και προδόθηκες κι έγινες θέατρο;

Την επομένη κι όλας, μη σου πω την ίδια ώρα, θα κόβεις εισιτήριο ποιος θα πρωτοψαρέψει να πιάσει το ταίρι του. Ε, από κείνη την ώρα μέζωσαν οι αρκουδαραίοι με τα κοροιδευτάρια τους και κόντεψαν να μου βγάλουνε τα μάτια! Βζιν από δω, βζιν από κει, καμουτσίζανε τον αέρα λες και τον είχανε άχτι. «Βρε θα γίνουμε κουβάρι βρε άχρηστα παιδιά και θα μου φάτε και καν’ αυτί με τους διαόλους σας!»

Τίποτ’ αυτοί, πέρα βρέχει. Βζιν και βζιν λυσσάξανε όλη τη νύχτα.

Αν τόξερα πως θάτανε τέτοια η βραδιά με τα πόδια στις πλάτες και τους αρκουδαραίους κατσικωμένους στο σβέρκο μου θεωρείο σκέτο, θάχα φύγει τα μπρος πίσω χωρίς δεύτερη σκέψη. Αλλά που να τα ξέρεις τα κωλόψαρα;! Τι με κάτι χελάκια τοσοδούλικα πολεμήσανε, τι με κάτι άλλα πούμοιαζαν τάχα με το σαρδελί και τον αθερινό, αλλά μάταια. Τι καλάμια βάλανε, τι συρτές, τι τα παστά τους τα δολώματα που έτσι και τα κοπάναγες κάτω κάνανε γκέλι, τι ψαροτροφές και τι αναστάτωση φτιάξανε και φαγωμάρα με τα ρούχα τους, δεν περιγράφετε! Χειρότεροι και τρεις χειρότεροι απ’ τα μαναβάκια.

Λύσσα κακιά και προκοπή δεν έκαναν! Τι να τους κάνω;

Τόσο ψαρομανιό και τέτοιο φαρμάκι πούπιανε οι έρμοι και οι σκότεινοι, σε καλό τους απόψε. Ούτε στο χειρότερο εχθρό σου τέτοιο χουνέρι!

Σωρός τα ψάρια και τα χτυπήματα αναρίθμητα.

Τα περισσότερα ούτε καν τα πρόφταινα και στο φινάλε έμεινα να ψαρεύω με δυο πεταχτάρια. Τι να πρωτοκάνεις με δυο χέρια όταν πάρουνε μπρος τα ψάρια μου λες; Να ρίξεις, να δολώσεις, να νετάρεις, ν’ αποχιάσεις, να ξαναρίξεις... και με τους αρκουδαραίους στο σβέρκο σου! Τι απ’ όλα;! Νισάφι.

Μπούτια και πλάτες καίγανε!

Γυμναστήριον «Το Μουράγιο».

Τέτοια μπούκα χωράει τα πάντα και φυσικά ολόκληρο το δόλωμα.

Τρεις ώρες μετά κι ακάπνιστος, άναψα τσιγάρο κι έκοψα τις πετονιές να πάνε στο διάλο τελειώνουμε γιατί αλλιώτικα τελειωμό δε θάχανε!

Έκανα να τα ξαναψαρέψω μέρες, αλλά τα νέα τους τα μάθαινα σχεδόν καθημερινά. Λαός στη σκάλα ντόπιοι και ταξιδεμένοι τα ψαρεύανε πρωί και βράδυ ακατάπαυστα και ρουθούνι δεν άνοιξε λεει ούτε για το μάτι.

Μοναχά κάτι κούτσικα τα γνωστά τα λιμανιάτικα λεει βολοδέρνανε και τα ρέστα άνευ σημασίας και φυσικά ανάξια καρτερίας.

Τα λεγάμενα λεει χάθηκαν και του χρόνου νάμαστε καλά.

Μπορεί και τ’ αντίχρονου, ίσως και παραπέρα, ποιος ξέρει;!

Κι εγώ ο πονηρός, όταν ο κόσμος πια αραίωσε και μπάφιασε την ανεψαριά τους την κουραστική κι ο τόπος ερήμωσε, πήγα να τα ψαρέψω στα μουλωχτά κι έφαγα το ξενύχτι τζάμπα και βερεσέ!

Πράγματι τα ψάρια εκείνα τα ονειρεμένα, την είχανε κοπανήσει γι’ αλλού! Πήγα ξανά και την επομένη και την άλλη τη μέρα και την παράλλη επιμένοντας, αλλά τίποτα. Καίκια μπήκανε, καίκια βγήκανε, μαλάγρες πέσανε και δίχτυα τιναχτήκανε, τα ψάρια ξαναφάνηκαν με το πάσο τους όταν το φεγγάρι έκανε για δεκαεννιά μέρες τον κύκλο του και ξανάσβησε.

Άξαφνα κι απ’ το πουθενά όπως πάντα.

Αν έχεις τύχη διάβαινε. Τα ίδια ψάρια!

Ένα κι ένα όλα τους. Λαβρακομάνες θηρίες αξέχαστες!

Απίθανα ψάρια κι απίθανα ψαρέματα.

Δυό φορές φέτος φάγαμε τα μουστάκια μας για τα καλά και παράπονα δεν έχω! Ιδίως μερικά απ’ αυτά παραήτανε!

Ματσούκια τετράπαχα και κοντόχοντρα όλο λίπος.

Με κάτι κοιλιές ΝΑ και μια μπούκα που χώραγε όλη σου τη μπουνιά μέσα της, όχι το δόλωμα!!! Ένα βράδυ θυμάμαι ένα τέτοιο, έδωσε πήρε όλες του τις διαολιές, την έφερε βόλτα τη μισινέζα σε κάτι ντέματα κάτω απ’ τα πόδια μου και νόμιζε πως θα τη γλίτωνε! Μεγάλο ψάρι!

«Βρήκες και συ τον άθρωπο ρε σκατόψαρο!»

Άφησα λάσκα τη μάνα κι όταν έφεξε καλά και τόδα σα τη στρουθοκάμηλο κρυμμένο, πήρα τη σαλαγκιά τη γύφτισσα και το βόλεψα αναλόγως!

Είχε σφηνώσει την κεφάλα τους ανάμεσα σε δυο πέτρες τάχα πως κρύφτηκε και το πολλάγκιστρο είχε γραπωθεί καλά και το κράταγε αιχμαλωτισμένο και είχε μπαϊλντίσει. Ούτε μπρος μπορούσε να κάνει, ούτε πίσω.

Λέσο ολάκερο. Μπορεί νάτανε και το μεγαλύτερο απ’ όλα της χρονιάς!

«Πόσο ήτανε; Όσο φαινότανε μωρέ και για να ξέρεις, τα ψάρια τα ζυγίζουνε μοναχά οι μανάβηδες που τάχουνε για πούλημα!»

Ένα πράμα θυμάμαι έντονα εκείνο το βράδυ που πρωταντάμωσα με τα ψάρια και τους αρκουδαραίους στο σβέρκο μου και θάχω να το λεω.

Μοναδική τους έγνοια ήτανε τα ψάρια και τίποτ’ άλλο! «Κοίτα βρε Χριστιανέ μου κι άνοιξε τα ματάκια σου. Νάτο το ψάρεμα μπροστά σου βιβλίο ορθάνοιχτο.

Τι δολώνει, πως το δολώνει και που το ρίχνει το ρημάδι το δόλωμα ο άθρωπος;

Ηλιοβασίλεμα στο Τραγοβούνι και Ασμήνιο απ’ το λιμάνι.

Νάτο το ψάρεμα μπροστά στα μάτια σου!» Τέλος πάντων λαβρακομάνα σα την Βόρεια Εύβοια δεν έχει ξαναγίνει κι όσο νάναι τα λαβράκια οι Ευβοιώτες τάχουμε αδυναμία μεγάλη και στο φαί τους και στο ψάρεμά τους και τα λογαριάζουμε πολύ.

Καλοφαγάδες βλέπεις και λαβρακάδες!

Το ξέρουμε το ψάρι απ’ έξω κι ανακατωτά και το λαβράκι που αξίζει να το λες λαβράκι, να το μελετάς και να το σκέφτεσαι, θέλει νάναι κι ο ψαράς του μάγκας να το ξεγελάει παντελονάτα!

Εμείς από παιδιά στο χωριό το μάθαμε το ψάρεμά του και τόχαμε περί πολλού και σα βάπτισμα του πυρός ένα πράμα κι αποδοχή απ’ τους μεγαλύτερους αν θες. Μάθαμε να το γητεύουμε κι όταν ερχότανε η ώρα του να μη του χαριζόμαστε, γιατί ξέραμε καλά πως σήμερα είναι κι αύριο ξέχνα το!

Προφανώς και παίζουνε ρόλο πολλά.

Πάρα πολλά! Γνώση και τύχη συμβαδίζουνε μα κυρίως το δόλωμα.

Πως να το πατεντάρεις κατάλληλα ώστε να το καλεί το ψάρι, αλλά και να γνωρίζεις και τα κουμπιά του του ψαριού, μιας κι από δαύτα το λαβράκι ιδίως το μεγάλο, δόξα το Θεό έχει μπόλικα.

Λαβρακομάνες! Με τις χρονιές τους κι αυτές, με την αράδα τους, τους τόπους και τους ψαράδες τους.

ΚατηγορίαΛΑΒΡΑΚΙΑ
Print
Back To Top