Λαβράκι

Το λαβράκι (επιστημονική ονομασία: Dicentrarchus labrax) είναι ψάρι της οικογένειας των Μορονίδων, που απαντάται στην Μεσόγειο και στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού. Στην πατρίδα μας θεωρείται σπουδαίο θήραμα και είναι πολύ νόστιμο στο φαγητό του.

Το λαβράκι έχει σύνηθες μήκος 40 με 65 εκατοστά και βάρος 5 με 7 κιλά, ενώ μπορεί να φτάσει σε μήκος το ένα μέτρο και βάρος τα 15 κιλά. Έχει καταγραφεί ότι μπορεί να ζήσει μέχρι 15 χρόνια


Πολλάγκιστρα και Λαβρακομάνες (1ο Μέρος) «Απρόσμενες μπασιές στα λαβρακοχώρια της Βόρειας Εύβοιας.»

Του Γιάννη Παπαθανασίου

Πολλάγκιστρα και Λαβρακομάνες (1ο Μέρος)  «Απρόσμενες μπασιές στα λαβρακοχώρια της Βόρειας Εύβοιας.»
Aφιερωμένο εξαιρετικά, στον φίλτατο ψαρά και ένθερμο αναγνώστη του περιοδικού μας, Στρατηγό ΤΘ Δαγκόπουλο Θεόδωρο.

Τέτοια χρονιά λαβρακομάνα σα και την φετινή δεν είχε ξαναγίνει!

Πόλεμος! Με τις χρονιές τους όλα τα ψάρια και την αράδα τους.

Σα και τα δέντρα κι θάλασσα ένα πράμα! Πότε έτσι και πότε γιουβέτσι.

Φέτος έχει καρπούς, του χρόνου τίποτα. Και τ’ αντίχρονου πάλι τίποτα και του παραντίχρονου και πάει λέγοντας μέχρι να σου βγάλουνε την πίστη ανάποδα να μετανιώσεις πούμπλεξες μαζί της.

Ιδίως τα μεγάλα λαβράκια ξεχάσαμε το χρώμα τους και τη γεύση τους τη γλυκιά στο στόμα μας. Μόνο κάτι χαζά μικρά μπασταρδεμένα ν’ ασχολιόνται αυτοί με τις ψαροτροφές, κι όποτε τ’ απαντάνε να τ’ αφανίζουνε.

Τέλος πάντων σα το λαβράκι βλέπεις το αλανιάρικο στη νοστιμιά άλλο ψάρι δε βγαίνει μπροστά του κι όταν λείπετε απ’ τα ψαροτόπια του, δεν υπάρχει ψαράς που να μην το νοσταλγήσει! Ιδίως ψαράς παλιοκαραβάνα που τόχει ψαρεμένο και το γνωρίζει και στη γεύση του και στο ψάρεμά του κι αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία. Κι όσο μεγαλώνει η λαβρακούνα και παχαίνει, αντίθετα με τα υπόλοιπα της αριστοκρατίας τάχα μου τάχα μου, τόσο πιο γλυκόσαρκη και εύγευστη γίνεται κι όποιος λέει τ’ αντίθετο λεει κοτσάνες.

«Ω ρε μάνα μου μια λαβρακούνααααα!!!!»

Το λες και γεμίζει ο στόμας σου ρε φίλε και τρέχουνε τα σάλια σου.

Ψάρακας με τα όλα του για να λέμε την πάσα αλήθεια και χωρίς σάλτσες.

Αυτά τα ψάρια που μελετάμε τώρα δα και πιάσαμε την κουβέντα τους, τάβλεπες κι από παλιότερα, όχι μόνο σήμερα, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, στη χάση και στη φέξη και λαχτάραγε το φυλλοκάρδι σου. Σήμερα είναι τόσο σπάνια που έτσι και πέσει κανένα στ’ αγκίστρια σου κάνεις τεμενάδες στον Ύψιστο που σε αξίωσε. Βέβαια παίζουνε ρόλο διάφορα πράματα για να καλέσει ο τόπος τέτοια ψάρια. Έτσι όμως και είναι ο τόπος λαβρακομάνα μη νομίζεις πως τον ξεχνάνε και παύουν να τον επισκέπτονται. Αργά ή γρήγορα με την αράδα τους θα φανούνε. Δεν ξέρω πόσο και γιατί θα κάτσουνε μέχρι ν’ ανταμώσετε, αν ανταμώσετε βέβαια, αλλά έτσι κι ανταμώσετε χαρά στο φυλοκάρδι σου ψαρά μου. Με τις χρονιές τους είναι και όποτε τους καπνίσει. Δύο φορές τα πέτυχα όλες κι όλες μέσα στη σεζόν την ψαρευτική φέτος, μα και τις δυό έγινε το έλα να δεις! Από κάπου εκεί κοντά ερχόντουσαν να δηλώσουνε την παρουσία τους πως υπάρχουνε έτσι για να μην ξεχνιόμαστε και όσο να τα προκάνεις να τα ψαρέψεις να τα ευχαριστηθείς, τα ξανάχανες!

Λαβρακομάνα.

Πάντα έτσι γινότανε. Χρόνο με το χρόνο όμως μάθαινες τις συνήθειες και τα χούγια τους και τα περίμενες. Ματσούκια ολάκερα να κάθονται να λιάζονται καταμεσήμερο κολλητά στ’ απόσκιο στις βάρκες κι άλλες φορές ακίνητα σταματημένα στη μέση του πουθενά κάτω στο βυθό, να τα προδίνει μοναχά ο ίσκιος τους.

Αλλιώς πως ήντουσαν ένα κι απαράλλαχτα με τον άμμο που λαμπίριζε στο λιοπύρωμα κι άμα δεν έστεκες απ’ τη σωστή τη μεριά όπως έπεφτε το φως, δεν τάπαιρνες είδηση. Σ’ έβλεπαν και συ δεν τάβλεπες!

Κι άλλη φορά πάλι στο ψάρεμα, στα γυαλιά ιδίως, νωρίς το πρωί και μάλιστα αποσώνοντας από κάτι ξενύχτια μίζερα και κουραστικά, νάσουτα τα ψάρια κομβόι τόνα πίσω τ’ άλλο να περνάνε λίγο κάτω απ’ τη μπουνάτσα αδιάφορα λες και δεν υπήρχες!

«Εδώ είμαστε κορόιδο κι αν μπορείς πιάσε μας!»

Ψάρια που τα βλέπεις λεει μην τα λιγουρεύεσαι σύντροφε!!!

Μπροστά τα μικρότερα και πίσω στην φάλαγγα και κομπολόι κάθε κοψιά και στο τέλος – τέλος τ’ αρκούδια να σου πέφτουνε τα σαγόνια!

Γκούρλα το μάτι στη θάλασσα και το στόμα ορθάνοιχτο σα το χάνο!

Πως πάνε αγέλη οι λύκοι με τελευταίους πάντα τους δυνατότερους και πίσω – πίσω απ’ όλους ο αρχηγός;

Ε, τέτοιο πράμα ολόιδιο. Απίστευτα ψάρια!

Μεγάαααλο κωλόψαρο!

Ρε να τα βλέπεις να περνάνε κοντά στην αθερίνα δυο πιθαμές κι εκείνη μπουλούκι μαυρίλα στριμωγμένη να μην παραμεράει τον πισινό της σταλιά! Χεσμένη! Μαρμαρωμένη κι έρμαιο της μοίρας της πότε θάρθει η ώρα της να την μακελέψουνε. Ως τότε την κουτουλάγανε αδιάφορα σα να μην υπήρχε και κλειδοστόμιαζαν. Κι άλλες φορές πάλι όταν ήτουσαν σε ίστρο, με δυό χαψιές και δύο κυνήγια την εξαφάνιζαν. Κι όσο να γίνει το κουτσομπολιό τους στο χωριό βούκινο «έπιασε ρε ο τάδε ένα λέσο κι ο δείνα ένα ακόμα μεγαλύτερο», και να κατέβουνε όλοι με μια πετονιά στα χέρια κατάγιαλα μπας και τους κάτσει από κανένα, χανόντουσαν πάλι για καιρό και σου φανερωνόντουσαν άλλην ώρα κι άλληνε χρονιά κι όποτε τους κάπνιζε. Έτσι για να σε πειράξουνε θαρρείς πως θέλανε και να σε κουρδίσουνε και να σου αποδείξουνε πως το πάνω χέρι στο σπίτι τους τόχουνε εκείνα κι αυτά αποφασίζουνε το πως και το πότε.

«Ψάρευε κορόιδο και ξενύχτα κι άμα μας πιάσεις γράψε μας!»

λέγανε και σιγοψιθυρίζανε καθώς περνούσανε παραδίπλα μου χαχανίζοντας μεταξύ τους για το χάλι μου, την ανεψαριά και την ταλαιπωρία μου.

«Α ρε κωλόψαρα, ένα βράδυ των ημερών όμως θα σας πάρει και θα σας σηκώσει, που θα μου πάτε;»

Το μεγάλο λαβράκι σε ποσότητες, για να πεις πως ήτανε η σεζόν λαβρακομάνα, κάνει χρόνια και ζαμάνια να φανεί με ίστρο στις πετονιές.

Αραιά και που κι από κανένα κι αυτό αν τα κυνηγάς εξ’ επί τούτου δηλαδή και τάχεις γινάτι, αλλιώς πως στην τύχη κι όποτε λάχει.

Έτσι και δεν είσαι λαβρακάς αναντάμ παπαντάμ, να είσαι στο κατόπι και στο ενδιαφέρον τους συνέχεια, βρέξει χιονίσει, σπανίως θ’ ανταμώσεις με τέτοια «φαντάσματα»! Λαβρακομάνες παμπόνηρες βλέπεις.

Έχουνε περάσει από μάγκες σα και σένανε σωρό μη σκας.

Γαύρος και λαβράκια κατάγιαλα

Θα μου πεις αν δεν ήτανε κιόλας τετραπέρατες και δε φυλλαγόντουσαν αναλόγως, πως θάφταναν τόσες πούντουσαν και με τόση γνώση, να σε κόβουνε με μισό μάτι και να σε περιπαίζουνε; Βέβαια είναι κάτι άλλες φορές πάλι που πέφτουνε σα τα γκαβά κι άλλο ψάρι δε πιάνεις! Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου. Δε ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό κι ούτε με σκοτίζομαι.

Ακολουθάω κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Τα λιμανιάτικα τα λαβράκια τα ζαβά είναι άλλο καπέλο ψάρια δε τα λογαριάζω.

Κι όταν λέω λιμανιάτικα λεω για τα μικρά που βρίσκουνε το απάγκιο και την ασφάλεια του καταφύγιου ως λύση επιβίωσης.

Οι παλιότεροι λέγανε «μικρό λαβράκι χαζό λαβράκι» και δεν ασχολιόντουσαν καν μαζί του. Με τα ματσούκια τις λαβρακομάνες είναι αλλιώς κι ο καθένας σκαρφίζεται τις ιστορίες και τις θεωρίες του κι έτσι πλάθεται ο μύθος.

Κι αυτά βεβαίως – βεβαίως θα μπούνε στο λιμάνι ιδίως το ψαρολίμανο μα το ένστικτο του κυνηγού θα τα παρακινήσει να μη μείνουνε και να μη στεριώσουνε. Έμπα έβγα και τανάπαλιν.

Η αλητεία είναι στο πετσί τους και λιμάνια πιστεύω και μαντριά δε τα χωράνε.

Γι’ αυτό άλλωστε και δεν τα βλέπεις συχνά. Θ’ ακούσεις λόγια διάφορα για πάρτη τους και θεωρίες και μπαρούφες να σου γίνεται το μυαλό μαρμελάδα.

Δέκα κιλά λέει ήτανε το καθένα τους... ΠΩ ΠΩΩΩΩΩΩΩ!!!!!

Θεωρητικώς και εκ του καναπέ και ενίοτε παραφράζοντας τα όσα έφτασαν στα αυτιά διαφόρων, ράδιο αρβύλα, θα ακούσεις πως όταν έρχεται λέει το καίκι με τις μηχανές και τις μαγκάνες του στο διαπασών, τότε ως εκ θαύματος βρίσκονται σε ετοιμότητα τα λαβράκια και σε εγρήγορση.

Το θεωρούν λέει αυτό το πράμα – το θόρυβο και την αναστάτωση - πως είναι τάχα το κάλεσμα στο συσσίτιο! Και μόλις αρχίσουνε λέει να τινάζουνε τα δίχτυα τα πληρώματα, αυτά θα πέσουνε με τα μούτρα να τρώνε σα τα γκαβά και κει ανάμεσα θα ρίξεις και συ ο μάστορας - σκατά στο στόμα μου - το δόλωμα στη ζούλα και κάποιο θα ξεγελαστεί και θα το βουτήξεις! Ιδίως έτσι και είναι μεγάλο. Πρόσεχε νάχεις μοναχά μεγάλο τσουβάλι μάστορα να τα χωρέσεις τα ψάρια!  Αν τινάξει δίχτυα το καίκι μάζευτα και φεύγα, ή τέλος πάντων κάτσε αλλά μην έχεις κι αξιώσεις. Μα γιατί;

Καλά μωρέ τόσο πολύ μυαλό θέλει να το καταλάβεις το γιατί;

Στο σωρό τόσο φαί που πέφτει μέσα, το δικό σου θα βρούνε να φάνε;

Όχι πως δε θα τύχει κι αυτό, μα στρατηγική και σχέδιο δε βγαίνει έτσι μοναχά στην τύχη κι ότι κάτσει. Θέλει και λίγη πονηριά ρε φίλε. Να παίρνεις βόλτες το ρημάδι, άμα ήτανε έτσι άντε βάρα, θα τάχαμε εξολοθρέψει όλα τους.

Δώσε βάση!

Το καίκι δε λεω, νάρθει, το περιμένουμε πως και πως κι εμείς κι εκείνα!

Μα νάρθει με τα ψάρια του βολεμένα, τακτοποιημένα στα κασσάκια τους και το δίχτυ πλυμένο καθαρό στην πρύμη του και το κατάστρωμα νέτο.

Να μην πέσουνε μέσα ψάρια! Πολλά θες κι όπως τα θες.

Πολλά λίγα αυτά είναι κι άμα έχεις στρώσει κώλο στις ψαροσύνες του λιμανιού γνωρίζεις και πράττεις! Τότε ναι, θα πάρεις ψάρια! Κι αν είναι και στη βραδιά τους, τότε η μεγάλη τσουβάλα θα σου χρειαστεί!

Το καταπληκτικότερο όμως είναι πως αν αμέσως μετά την καλάδα κι ερχόμενο προς το λιμάνι το καίκι ξεκινήσει να βολεύει και να διαλέγει τα ψάρια του και να πετάει μέσα τα ρέστα και τα τσαλαπατημένα, χωρίς να το ξέρει, φτιάχνει μαλάγρες. Δημιουργεί έναν τέλειο διατροφικό διάδρομο, μια οδό μάσας που την ακολουθούν τα ψάρια τρώγοντας και οδηγούνται μαζί με το καίκι στο λιμάνι.

Τζιέρια μοσχιών στα μονάγκιστρα

Και αν είσαι ετοιμοπόλεμος στη μπούκα του έχεις λαμβάνειν!

Ένας έφερε κι ένα μπωλ κοντά, του το καλογέμισαν τα παιδιά, βγάζει κι απ’ την άλλη πάντα κι ένα σακούλι αλάτι και το μπουρδάρισε στα ψαροδόλια και τάκανε χιόνι! «Τι φτιάχνεις εκεί ρε πατριώτη του κάνω;

Φτιάχνω δόλωμα μου λέει, νάχουμε γι’ αύριο! Κι απόψε με τι σκατά θα ψαρέψεις; Έχω παστωμένο απ’ τα χτες μου κάνει!!!» Παρ’ τ’ αυγό και κούρευτο πατριώτη! Όνομα και μη χωριό. Τσομπάνης ένεκα και αμαρτία δε φέρει. Το δικό μου το ψαροχώρι τ’ Ασμήνι με τ’ όνομα, στη μπασιά του Αρτεμησιακού πούναι το μεγαλύτερο κανάλι σ’ αυτά τα νερά, όχι πως να το παινευτώ, αλλά είναι η μεγαλύτερη λαβρακομάνα της βόρειας Εύβοιας.

Όχι τώρα, από τότε που βγήκαν οι λάσπες κοντά, άλλο χωριό εδώ πάνω δε του παράβγαινε ούτε του παραβγαίνει στα λαβράκια.

Τώρα δεν είναι τίποτα να σκεφτείς σε σχέση με άλλα χρόνια!

Παλιότερα ήταν αμέτρητα και λέσα τα ψάρια όχι μισοχυσιές!

Ας όψονται τα καμάκια, οι δυναμίτες, οι κλεισούρες και τα μπασταρδέματα.

Μικρόψαρο δεν έβλεπες και χαζολάβρακο. Δε ξέρω που πηγαίνανε.

Μπορεί να γεννιόντανε τότες τα ψάρια ματσούκια απευθείας!

Αστειεύομαι βέβαια. Δε ξέρω, τα σκιάζανε τα μεγάλα πούτανε σε ποσότητες κι αψάρευτα; Δε γνωρίζω. Πάντως τέτοια μικρά όπως σήμερα δεν έβλεπες.

Πολύ σπάνια.

Έτσι και ήθελες μουρμούρια τράβαγες κατά την Αγιάννα μα έτσι και γούσταρες λαβρακομάνες και λαβρακούνες, ήξερες κατά που να κάνεις ένα κι ένα κάνουνε δύο. Τα καλεί ο τόπος βλέπεις τα ψάρια πως να το κάνουμε κι από κοντά το αλιευτικό καταφύγι βέβαια σιγοντάρει καλά, γιατί όσο νάναι λαβράκια χωρίς μαλάγρες δε σουλατσάρουνε και κυρίως δε σπιτώνονται.

Βέβαια το ψάρι το λέσο απ’ το σόι του είναι τσιφλικάς μεγάλος και τοπιάρικο στο είδος, μα θέλει και τις καβάτζες του κοντά σιμά του λιμανιού έτσι και είναι αλανιάρικο, για ν’ αλητεύει και να φυλάγεται απ’ του αθρώπου το μάτι και τα εργαλεία τα πούστικα. Βλέπε τα καρτέρια, φραξίματα, βολάγματα, πυροφάνια καταμεσής του λιμανιού και πάει λέγοντας απ’ το κακό στο χειρότερο.

Ο καμακιστής δε χωρατεύει κι ο βουτηχτής είναι τρεις χειρότερος και παρανομίδης μεγάλος. Ο τόπος εδώ και η γεωγραφία του έτσι όπως τον έπλασε ο Θεός, είναι ιδανικός. Αυτό δείχνει στο πέρασμα των χρόνων αυτό ομολογώ. Ερημιές και ψαροτόπια ξακουστά αστείρευτα, με το βένθος ζάπλουτο και στη μέση όλων αυτών των αγαθών του Πλάστη, πεντάμορφο το αλιευτικό καταφύγι με την ωραιότερη μπούκα της Βόρειας Εύβοιας και τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο.  Τέτοια θέλει το λαβράκι να τρίβει τα χέρια του και ν’ αυγατίζει. Κι όχι μονάχα αυτό. Όλα τα ψάρια ανεξαιρέτως!

Τι ψάρι φαντάζεσαι και δε μπουκάρει σε τούτην εδώ την καναλιά να ξαποστάσει και να καλοθραφεί; Πες ένα έτσι για το γαμώτο.

Ακόμα σκέφτεσαι; Άστο, δεν υπάρχει! Έχεις δει τούνα να σκάει μπροστά σου στα δυό μέτρα νερό; Και πόσα δε τα παίρνουμε καν είδηση να λες, πούρχονται νύχτα και νύχτα φεύγουνε. Ως και φάλαινες μωρέ περάσανε πρόπερσι στο μισό μίλι ανοιχτότερα απ’ το φανάρι του Αργυρόνησου και παραμείνανε κάμποσο ένεκα της τροφής και μετά από μέρες τραβήξανε γι’ απέναντι και βγήκανε τα κανάλια και βούηξε ο τόπος τάχα το απίστευτο συμβάν! Βρε ποιο απίστευτο συμβάν μας τσαμπουνάς και πιο παράξενο; Η θάλασσα παντού αρμυρή είναι ψαράδες μου και δεν είναι πουθενά φραγμένη να το ξέρετε καλά. Κορφή χωρίς ομίχλη και θάλασσα χωρίς ψάρια δεν υπάρχει.

Φάλαινες βέβαια! Όχι φυσικά πως ήρθανε για τα γλυκά μας τα μάτια, αλλά γιατί ο τόπος εδώ, ιδίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, βρίθει στο γκρίλ – το γαριδάκι το μωρό λέω - στο πλαγκτόν και τ’ αφρόψαρα.

Για τα λαβράκια τις λαβρακούνες που λέγαμε το λοιπόν, εφέτος αρχές της σεζόν που το ψάρι ψαρεύεται για τα καλά κι λαβρακάδες που γνωρίζουνε τις μέρες και τις ώρες του βρίσκονται σ’ αναμμένα κάρβουνα, για πρώτη φορά μετά από καιρό, είδα το πρώτο μεγάλο λαβράκι να πιάνεται σε σύρμα με δολωμένη φρίσσα! Ναι καλά ακούσατε! Σύρμα 20 κιλά δύναμη και φρίσα ματσούκι γι’ αλίπαστο. Φυσικά το δόλωμα και τέτοια αρματωσιά στόχευαν σε άλλα ψάρια μουρντάρικα κι αρκούδια, αλλά εμείς είμαστε καλά παιδιά οι Ποτοκιώτες και δε λέμε όχι ποτέ! Ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει.

Θράψαλο, φρίσες και χαψιά στα πολλάγκιστρα.

Έτυχε είπα και δεν έδωσα σημασία. Στην πορεία η φετεινή εμφάνιση τέτοιων μεγάλων ψαριών στα δολώματα ήταν ανέλπιστη.

Ούτε σύρματα λογάριαζαν ούτε τίποτα.

Αφού είδα το λοιπόν κι απόειδα και το σιγούρεψα πως βαράνε μέσα σ’ όλα γύρισα τα εργαλεία σε μισινέζες. Εργαλεία λαβρακήσια καθαρά και παλιά μας τέχνη κόσκινο. Άλλο στήσιμο η αρματωσά άλλες αποστάσεις τ’ αγκίστρια μεταξύ τους, άλλα δεσίματα μα κι ο αριθμός τους άλλος όπως και το μέγεθος κι ανάλογα όλα του δολώματος. Ε δε πας στα λαβράκια εξεπιτούτου μωρέ με τις φρίσες πως να το κάνουμε!

Στο βάθος κήπος όμως, την ώρα που γλυκοχάραζε η έγνοια μπας και φανούν τα δαγκανιάρικα και τα κάνουν όλα μπίλιες και μας φορέσουνε τις μαύρες τις μπλερέζες, ήταν μεγάλη. Τα γουφάρια και τα ρέστα όμως τα παλαβόψαρα ήτανε φέτος από άφαντα ως λιγοστά, οπότε ο γιαραμπής να βάλει το χέρι του και βλέποντας και κάνοντας. Οι ψαράδες που το ξέρουνε το λαβράκι καλά, λένε πως «όταν λιγοστέψουνε απ’ τα ψαροτόπια τα τεράστια κοπάδια των αφρόψαρων που καλούνε ψάρια αρπακτικά, λίτσες, λαπόρδες, γουφάρια και τα λοιπά, τότε θα φανούνε στις πετονιές τα λαβράκια.»

Πράγματι τις χρονιές που τα κοπάδια της φρίσας έφταναν μέχρι το κυμοθάλασσο, κάθε λογής αρπακτικό και ψάρι κυνηγιάρικο ήταν εκεί.

Όχι μεμονωμένα, ένα φάνηκε σήμερα κι άλλο μεθαύριο.

Κοπάδια η τροφή μπουλούκια και οι κυνηγοί.

Δελφίνια, γουφάρια, μαγιάτικα, λαπόρδες φουλ, λίτσες μεγάλες, σφύρνες καντρόνια, τούνες και τουνάκια κάθε είδους, λακέρδες και παλαμιδιά να φαν κι κότες. Πόλεμος! Δεν υπήρχε άλλο ψάρι να πιάσεις όταν αυτά μπουκάριζαν στο καρτέρι σου. Αφού ντερλίκωναν και ξεκουμπιζόντουσαν, τότε ερχότανε και η σειρά των υπόλοιπων αν έμενε τίποτα απ’ τη μερίδα του λέοντος.

Νάσουτους οι κέφαλοι να βοσκίσουνε, οι τσιπούρες, μουρμούρες μέσα – μέσα ξεγυρισμένες, σαργοί, λούτσοι, ζαργάνες, λαβρακάκια και τα ρέστα τα ήμερα της θαλάσσης. Και τέλος πάντων και μεγάλα λαβράκια να μην φαινόντουσαν ποιός έσκαγε; Κανείς! Άμα βγάζεις απ’ όλα τ’ άλλα τι να τις κάνεις ντε και καλά τις λαβρακομάνες;

ΚατηγορίαΤΕΧΝΙΚΗ
Print
Back To Top